United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πεδιάς εν Συρία. — Εισέρχεται αγερώχως ο ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ μετά του ΣΙΛΙΟΥ και άλλων αξιωματικών και στρατιωτικών Ρωμαίων. Φέρουσιν ενώπιόν του τον νεκρόν του Πακόρου. ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Κατετροπώθητε τώρα, ω ακοντισταί Πάρθοι, η δε τύχη ηυδόκησε να με καταστήση εκδικητήν του θανάτου του Μάρκου Κράσσου. — Φέρετε ενώπιον του στρατού ημών το σώμα του υιού του βασιλέως.

Η αλήθεια είνε, ότι πρέπει να ευχαριστώ τον Θεόν, όστις ηυδόκησε να ευρίσκωμαι ορθός επάνω εις αυτό το πεζοδρόμιον αντί να είμαι εξαπλωμένος μέσα εις το άσχημον εκείνο κουτίον».

Αμμή ο φιλάνθρωπος και πολυέλεος Κύριος, οπού προείπε διά την εκκλησίαν του ότι Πύλαι Άδου δεν ήτον βολετόν να την καταπονέσουν, δεν ηθέλησε να κάμη τέτοιαν εγκατάλειψιν εις το πλάσμα του και ηυδόκησε να κατασυντρίψη τας Πύλας αυτάς του Άδου, από τας οποίας εξεράσθη ο παράφρων Γεμιστός και οι όμοιοί του κακόφρονες, και ηλευθέρωσε τον περιούσιον λαόν του από το κράτος των πονηρών δαιμόνων.

Αλλ’ η Παναγία δεν τον ηυδόκησε. . . Ήλθαν οι καλύτεροι ζωγράφοι των Αθηνών και εξ όλης της Ασίας και της Σμύρνης, και μάλιστα δύο μοναχοί από το Άγιον Όρος διάσημοι εις τον κόσμον κ’ εκοπίασαν και απηύδησαν: τα πινέλα τους έσπαζαν κομμάτια κ’ έπεφταν οι τρίχες, τα χρώματα έσβηναν, τα χέρια τους εκόπτοντο ωσάν με το μαχαίρι.

Όταν ηυδόκησε ν' αποσύρη τας χείρας της, η έκφρασις του βλέμματός μου ήτο, ως φαίνεται, και πάλιν τόσον εύγλωττος, ώστε έβαψεν ελαφρόν ερύθημα την παρειάν της. Έπειτα εμειδίασεν, έστρεψε διαβαίνουσα προ της θύρας του κλείθρου, υπήγε να καθίση εις τον σοφάν και μ' ένευσε να υπάγω κοντά της. Κατ' εκείνην ακριβώς την στιγμήν, ενώ εβυθιζόμην εις πέλαγος ηδυπαθείας, εκορυφώνετο της καταιγίδος η μανία.

Η θύρα εκλείσθη μετά κρότου και οι Τούρκοι ανεχώρησαν. Εσώθημεν ! Έν βήξιμον, είς στεναγμός ηδύνατο να μας προδώση. Αλλ' ο Θεός μας ελυπήθη και ηυδόκησε να μας διαφυλάξη, η δε σωτηρία μας την ώραν εκείνην μας εφάνη ως αγαθός διά το μέλλον οιωνός, και επεριμένομεν με πλειότερον ήδη θάρρος της δοκιμασίας μας το τέλος. Δεν εψεύσθησαν αι ελπίδες μας.

Πότε θα έλθης συ προς ον ηυδόκησε; Όλα τα έθνη θα πέσουν να σε προσκυνήσουν, και το κράτος σου θα είνε αιώνιον Υιέ του Δαυίδ». Ο Τετράρχης ερρίφθη προς τα οπίσω διότι η ύπαρξις του υιού του Δαυίδ ως φόβητρον τον ηπείλει. Ο Ιωάννης τον εχλεύαζε διά το βασιλικόν του αξίωμα.

Ρίγος και σπασμοί κατέλαβον τον κατάδικον όταν είδε εισαγόμενον τον συνήθη πρόδρομον των τουφεκιστών ρασοφόρον. Ούτος, ευθύς άμα έμειναν μόνοι, έσπευσε να προλάβη την επικειμένην λιποθυμίαν του δυστυχούς, λέγων εις αυτόν «μη φοβείσαι, έρχομαι να σε αναγγείλω ότι ο βασιλεύς ηυδόκησε να σου απονείμη χάριν». — Χάριν! ανέκραξεν ο κατάδικος καταφιλών τας χείρας του καπουκίνου.

Η οικοδέσποινα ευηρεστήθη να μου προσφέρη καφέ και να με θαμβώση και πάλιν με την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών και της χρυσής της κόμης, ο δε ξερασωμένος αρχαιολόγος, αφού μοι παρεχώρησεν αντί εκατόν μόνον φράγκων δύο σπάνια νομίσματα των Συρακουσών, ηυδόκησε να με πληροφορήση ότι, αν πλην των οφθαλμών και της κόμης επεθύμουν να μεταΐδω και τας κνήμας της κυρίας του, ηδυνάμην ν' απολαύσω την ευχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων το εσπέρας εις το θέατρον Vittorio Emmanuele, όπου ήτο δευτέρα χορεύτρια.