United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί πίσω του ακολουθάει πάντα, όπως πίσω από την πατρική κατάρα το ξεθεμέλιωμα της γενεάς, ένας χτύπος κρύος που θυμίζει αμέσως το χώμα και το νεκροκρέβατο. Και νάτος! αντήχησεν ο αναθεματισμένος χτύπος κ' αισθάνθηκα το καράβι να σπαράζη σύσκαρο, σαν να το έπιασαν σπασμοί. Πηδάω στην πλώρη.

Άξαφνα κλονίστηκε όλο το μικρό του σώμα από φοβερούς, συγκρατητούς σπασμούς. Αρχίζανε από το κεφάλι, που είχε γυρίσει πλάγια, και φαινόντανε πως κλαδώνανε στα μέλη, που είχανε γίνει αλύγιστα και γαλανωπά. Τότε έγειρε η γυναίκα μου το κεφάλι για να μη βλέπη πια. Όταν όμως πάψανε οι σπασμοί, έκλαιγε σιγά και μου άπλωσε πάλι το χέρι της απάνω από το μικρό κρεββάτι.

Ρίγος και σπασμοί κατέλαβον τον κατάδικον όταν είδε εισαγόμενον τον συνήθη πρόδρομον των τουφεκιστών ρασοφόρον. Ούτος, ευθύς άμα έμειναν μόνοι, έσπευσε να προλάβη την επικειμένην λιποθυμίαν του δυστυχούς, λέγων εις αυτόν «μη φοβείσαι, έρχομαι να σε αναγγείλω ότι ο βασιλεύς ηυδόκησε να σου απονείμη χάριν». — Χάριν! ανέκραξεν ο κατάδικος καταφιλών τας χείρας του καπουκίνου.

Το θράσος το οποίον εδείκνυον οι πολιορκούμενοι, απορρίπτοντες τας περί παραδόσεως προτάσεις του Κιουταχή και στέλλοντες φιάλας ρουμίου διά τους σημαιοφόρους του, εννόει καθένας ότι δεν ήσαν παρά οι τελευταίοι σπασμοί ψυχομαχούντος. Και όμως μόνη η εμφάνισις του ελληνικού στολίσκου ήρκεσε ν' αλλάξη διόλου τα πράγματα.

Αλλ' άμα το επλησίασεν εις τα χείλη του, κατελήφθη υπό ρίγους και αηδίας. Μόλις επρόφθασα να πάρω οπίσω το αγγείον. Τον κατέλαβον σπασμοί φοβεροί. Ενόμιζα ότι τελειώνει. Μετ' ολίγον συνήλθεν. — Αχ, είπεν, ο γέρος μου τα πταίει. Αν εφρόντιζε να μου φέρη το λυσσόχορτον, δεν θ' απέθνησκα λυσσασμένος!

Μαύρα αίματα τρέχανε, χάσκανε πληγές, άσπριζαν σπασμένα κόκκαλα, φοβέριζαν τον ουρανό γροθιές σφιγμένες· χαρχάλευαν σπασμοί, τάραζαν τη σιγαλιά βόγγοι. Η γη ανάδινε ολούθε οσμή σαπίλας. Η οσμή εκείνη του φάνηκε παράξενη. Σήκωσε τα μάτια μ' αηδία· μα τότε πάγωσε. Καταμεσής στο μετόχι και στη θέση που άγιαζε πριν ο γεροπλάτανος, ένας ήσκιος άσπριζε γονατιστός σα συντρίμμι ταφόπλακας.

Εν τω μεταξύ, εφόσον διήρκει ο βραχύς διάλογος, η συρροή του πλήθους ηύξανεν επί μάλλον, και ο Ιησούς, στραφείς προς τον πάσχοντα, είπε: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, Εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε απ' αυτού, και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Κραυγή τις αγριωτέρα, φοβερώτεροι σπασμοί επηκολούθησαν τους λόγους τούτους, και είτα ο νεανίσκος έκειτο επί του εδάφους, όχι πλέον ασπαίρων και αφρίζων, αλλ' ακίνητος ως νεκρός.

Ακατάπαυτα, για πολλή ώρα κι αφού πάψανε οι σπασμοί, μου φαινότανε πως έβλεπα το πρόσωπό της παραμορφωμένο και το σώμα της να τρέμη τόσο φοβερά. Και θυμήθηκα τις τελευταίες στιγμές του Σβεν.

Και μ' ένα αίστημα ντροπής και φρίκης συλλογίζουμαι τον πόνο της γυναίκας μου, που είναι μεγαλήτερος από το δικό μου. Λίγες μέρες ύστερα μου τηλεφωνήσανε από το σπίτι πως ήρθανε ξαφνικά της γυναίκας μου δυνατοί σπασμοί. Το πράμα είτανε σοβαρό και με παρακαλέσανε να γυρίσω γλήγορα στο σπίτι. Την ίδια μέρα είχα αποχαιρετήσει το πρωί την Έλσα, πρι να φύγω για την εργασία μου.

Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να σφαλήσουν καλά τ' αμπάρια και να καθήση άγρυπνος ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη ο φανός του Στρόμπολι. — Καλό πνίξιμο! ακούω πίσω μου στριγγιά φωνή. Σπασμοί μ' έπιασαν. Την εγνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή. Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και συντρόφου τόρα στη σκούνα μου.