United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν η αγαπητή κοιλάς πέριξ μου αχνίζη και ο υψηλός ήλιος σταματά εις την επιφάνειαν του αδιαπεράστου σκότους του δάσους μου, και σποραδικαί μόνον ακτίνες τινές εισδύουν εις το ιερόν άλσος, εγώ δε είμαι εξαπλωμένος επί υψηλής χλόης κοντά εις το ρυάκι που κατρακυλά και με περιέργειαν παρατηρώ σιμώτερα εις την γην πλήθος χορταράκια· όταν πλησιέστερον εις την καρδίαν μου αισθάνωμαι το ψιθύρισμα του μικρού κόσμου μεταξύ των καλαμιών, τα αναρρίθμητα, αδιερεύνητα είδη των σκουληκιών, των κωνώπων, και αισθάνομαι την παρουσίαν του Παντοδυνάμου, που μας έπλασε κατά την εικόνα του, την πνοήν του Παναγάθου, που μας βαστάζει και διατηρεί εν αιωνία ηδονή αιωρουμένουςφίλε μου, όταν τότε φωτίζη μέσα μουκαι ο γύρω μου κόσμος και ο ουρανός ολόκληρος εγκαθίστανται εις την ψυχήν μου, ως η εικών μιας ερωμένης· τότε συχνάκις μετά πόθου συλλογίζομαι· αχ! να ηδύνασο πάλιν να εκφράσης τούτο, να ηδύνασο να εμπνεύσης εις τον χάρτην αυτό που τόσον εντελώς, τόσον θερμώς εις εσέ ζη, ώστε να εγίνεσο καθρέπτης της ψυχής σου, ως η ψυχή σου είναι καθρέπτης του απείρου Θεού! — Φίλε μουΑλλά καταστρέφομαι δι' αυτού, καταβάλλομαι υπό της δυνάμεως της λαμπρότητος τούτων των φαινομένων.

Η αλήθεια είνε, ότι πρέπει να ευχαριστώ τον Θεόν, όστις ηυδόκησε να ευρίσκωμαι ορθός επάνω εις αυτό το πεζοδρόμιον αντί να είμαι εξαπλωμένος μέσα εις το άσχημον εκείνο κουτίον».

Το γεφύρι, καθώς με είπεν ο Εφέντης που το είδε, είναι στενό και αψηλό· ο ποταμός είναι βαθύς και γρήγορος· την μιαν όχθη γυμνός και την άλλη σκεπασμένος με πολλαίς και άγριαις ιτιαίς και άλλα δένδρα που σμίγονται με το δάσος που αρχίζει παρά πέρα. Ο μεθυσμένος Εφέντης δεν ήτο εις θέσιν να εξελέγξη την ορθότητα της περιγραφής, διότι προ πολλού ήδη ερρογχάλιζεν εξαπλωμένος παρά την τράπεζαν.

Ευθύς ένας σκλάβος την ανέβασεν εις μίαν σάλαν, που ο αυθέντης του ήτον εξαπλωμένος επάνω εις μίαν μαξιλάραν χρυσοΰφαντον και ευθύς που είδε την Μπάλκω έμεινε τρωμένος από την ευμορφιά της· και εν τω άμα εσηκώθη ορθός και έτρεξε διά να την συναπαντήση.

Αλλά διά μιας, την ιδίαν στιγμήν, τον έχαψεν έν μεγάλον ψάρι. Εκεί δα μέσα ήτο σκότος βαθύ! Πολύ πλέον σκοτεινά από την υπόνομον. Και πόσον στενόχωρα! Εξαπλωμένος εκεί, μέσα εις το ψάρι, ο στρατιώτης εκρατούσε πάντοτε το όπλον του. Το ψάρι επηδούσεν επάνω και κάτω, και έκαμνε ακατάπαυστα διαφόρους κινήσεις. Έξαφνα εσταμάτησε. Ο στρατιώτης δεν ήξευρε τι τρέχει.

Ο κυρ-Δημάκης δεν ήκουσεν. Αλλ' αίφνης, εκεί που ήτο εξαπλωμένος ο καπετάν-Παρμάκης, επί της κωπαστής, αφηρημένος προς το πέλαγος, συλλογιζόμενοςτις οίδεπόσας και ποίας τρικυμίας, τας οποίας συνήντησε με την «Ελένην του», ρίπτει το τσιγάρον του εις την θάλασσαν, και κτυπά δι' ισχυρού κολάφου το πλατύ και ψημένον ως σανίδα μέτωπόν του. Οι οφθαλμοί του απήστραψαν: — Λύσε τον κάβο!