United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν μετά τινας ημέρας παρέλθετε πάλιν εκεί προ της τάφρου, θα ίδετε αντ' αυτής ένα λόφον βορβόρου, και μετά τινας άλλας ημέρας, ότε τον βόρβορον απεκόμισαν ήδη των διαβατών οι πόδες ή απέπλυνεν η βροχή, ευρύ ρυπαρόν αυλάκιον. Ας προχωρήσωμεν. Θέλετε το πεζοδρόμιον ή την οδόν; Αλλ' εκείνο είνε δυστυχώς ονόματι μόνον πεζοδρόμιον, πράγματι δε ό,τι άλλο θέλετε.

Είμαστε λεβέντες εμείς, έχουμε και στη γειτονιά μας λεβέντισσες. Ήτο στυλωμένος εις το πεζοδρόμιον, κλείσας δε το μάτι και στρίβων το μουστάκι του, μου έδειξε με το νεύμα το απέναντι παράθυρον, όπου μια υπηρέτρια εκαθάριζε τα τζάμια. — Μα τέλος πάντων, του είπα, όσο δερβίσης κιάν είνε κανείς έχει ανάγκην να τρώγη. Καμμιά εργασία δεν κάνεις;

Αλλά το καφενείον ήτο πλήρες ανθρώπων ορθίων και καθημένων, ων οι περισσεύοντες απέφρασσον και τας εισόδους, κατέκλυζον δε και αυτό το πεζοδρόμιον. Μη εννοών πόθεν και πώς τοσούτω πυκνόν το πρωινόν εκείνο σμήνος των αέργων, μόλις κατώρθωσε να εύρη θέσιν εγγύς ενός τραπεζίου, και πολλάκις ζητήσας, να λάβη τέλος τον β α ρ ύ ν και γ λ υ κ ύ ν, ον από τριάκοντα ήδη ετών μάτην επόθει η καρδία του.

Άπορον δε είνε αληθώς, πώς εξέφυγον μέχρι τούδε την προσοχήν των ποδηλατών. Δεν εννοώ τι θα τους εμπόδιζε να εισβάλωσι και εις αυτά. Ίσως τους αποθαρρύνει κάπως η ιδέα, ότι καλλίτερον είνε να π έ φ τ η κ α ν ε ί ς ε ι ς τ α μ α λ α κ ά. Δόξα τω Θεώ! Ιδού τέλος και έν πεζοδρόμιον κενόν.

Είνε μία κυρία . . . κάπως . . . δηλαδή . . . πώς να σου ειπώ . . . — Εννόησα. Περίεργον να ήνε τόσον σεμνά ενδυμένη. Εγώ θα εξελάμβανα ως τοιαύτην εκείνην εκεί, η οποία περιπατεί δεξιά εις το πεζοδρόμιον. — Αυτή; είνε κυρία πολύ καθώς πρέπει. — Και διατί ενδύεται έτσι; — Είνε συρμός, φαίνεται. — Ο συρμός είνε πολλών ειδών, αγαπητέ· αλλ' αι κυρίαι σας, βλέπω, δεν εκλέγουν τον καλλίτερον.

Η αλήθεια είνε, ότι πρέπει να ευχαριστώ τον Θεόν, όστις ηυδόκησε να ευρίσκωμαι ορθός επάνω εις αυτό το πεζοδρόμιον αντί να είμαι εξαπλωμένος μέσα εις το άσχημον εκείνο κουτίον».

Προχθές διέβαινε μία δηλιγιαννική διαδήλωσις· και κάποιος, αποσπασθείς από το πλήθος, επλησίασεν εις το πεζοδρόμιον και μου έρριψεν, ως πιστολιάν, μίαν βραχνήν κραυγήν: — Κορδόναρος! Κορδονάραρος! Και τους δεκατρείς! Εδυσκολεύθηκα ν' αναγνωρίσω τον μαχητήν του Βελεστίνου υπό τους μώλωπας, τους οποίους είχεν εις το πρόσωπον. — Τι μούτρα είν' αυτά. μωρέ; Ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Μην τα ρωτάς!