United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι λόγον έχει, διελογίζετο η Ψυχή, να μη θέλη να φανερωθή εις εμέ; αν με αγαπά αληθώς, ως λέγει, διατί δεν με εμπιστεύεται; Και αν το μυστικόν είνε απαραίτητον και η δυσπιστία του αναγκαία, διατί δεν εξηγεί και εις εμέ την ανάγκην, διά να την αναγνωρίσω και υποταχθώ; Ποίοι είνε οι εχθροί μου αυτοί οι άγνωστοι, εις τους οποίους πρέπει να μείνη κρυμμένη η αγάπη μας; Εις μάτην κοπιάζω τον νουν μου· δεν ευρίσκω κανένα εχθρόν μου· δεν γνωρίζω τουλάχιστον ανθρώπων ή θεόν, εις τον οποίον να ημάρτησα, και του οποίου να επέσυρα την έχθραν.

Δεν εννοώ δε να ακούσης ως νόμους και να πιστεύσης χωρίς αντίρρησιν αυτά που θα σου πω• αλλ' οσάκις νομίσης ότι λέγω τίποτε που δεν είνε σωστό ν' αντιλέγης αμέσως και να με διορθόνης. Διότι τοιουτοτρόπως θα συμβή έν εκ των δύο• ή συ θα πεισθής καλλίτερα αφού εξαντλήσης όλας σου τας αντιρρήσεις ή εγώ θ' αναγνωρίσω ότι αι ιδέαι μου δεν είνε ορθαί.

Το πράον σύστημα με σπουδαίας μεταρρυθμίσεις επανήλθεν εν ισχύι εις τον πύργον· δεν δύναμαι όμως να μην αναγνωρίσω ότι το σύστημα του κ. Μαγιάρ ήτο καθ' όλα τέλειον. Κατά την ορθοτάτην παρατήρησίν του, ήτο μέθοδος απλή, διαυγής και διόλου καταθλιπτική.

Ένα σύστημα της ατομικής σας εφευρέσεως; — Είμαι υπερήφανος, είπε, ν' αναγνωρίσω ότι είναι ιδικόν μου, τουλάχιστον εν μέρει. Η συνομιλία παρετάθη τοιουτοτρόπως με τον κ. Μαγιάρ μίαν ή δύο ώρας, κατά την διάρκειαν των οποίων μου έδειξε το πάρκο και τας σέρρας του κτήματός του. — Δεν δύναμαι, είπε, να σας δείξω τους ασθενείς.

Αλλ' ότι ουδόλως εζημιώθητε, ω Ερμή, παρ' εμού και των έργων μου είνε φανερόν• ή συ απόδειξέ μου και την ελαχίστην ζημίαν και τότε εγώ θα σιωπήσω και θ' αναγνωρίσω ότι δίκαια έπαθα εκ μέρους υμών.

ΦΙΛ. Για παιδαρέλια μας πήρες, βρε μισθοφόρε, και πολεμάς να μας εκφοβίσης μ' αυτά; Έσφαξες ποτέ σου κανένα κόκορα; Εγώ αμφιβάλλω αν έχης δη πόλεμον. Το πολύ που δύναμαι να σου αναγνωρίσω είνε ότι εχρημάτισες φρουρός σε κανένα μικρό οχύρωμα ως διμοιρίτης. ΠΟΛ. Σε λιγάκι που θα μας δης να ερχώμεθα εις επίθεσιν και θ' αστράφτουν τα όπλα, θα μάθης τι είμαι και ποιός είμαι.

Προχθές διέβαινε μία δηλιγιαννική διαδήλωσις· και κάποιος, αποσπασθείς από το πλήθος, επλησίασεν εις το πεζοδρόμιον και μου έρριψεν, ως πιστολιάν, μίαν βραχνήν κραυγήν: — Κορδόναρος! Κορδονάραρος! Και τους δεκατρείς! Εδυσκολεύθηκα ν' αναγνωρίσω τον μαχητήν του Βελεστίνου υπό τους μώλωπας, τους οποίους είχεν εις το πρόσωπον. — Τι μούτρα είν' αυτά. μωρέ; Ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Μην τα ρωτάς!

Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του. Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την λυχνίαν του και επλησίασε: — Συ είσαι, Ούρσε; Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν. — Τις ει; — Δεν με αναγνωρίζεις; — Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;