United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με ήρπασεν αμέσως ο Αράπης από τον βραχίονα και προτού προφθάσω να είπω λέξιν, άνευ ουδεμιάς περαιτέρω εξετάσεως προς εξακρίβωσιν των υποψιών, τας οποίας τα κατηραμένα μου υποδήματα προεκάλεσαν, με οδηγεί εις στενόν δωμάτιον ημιφωτιζόμενον υπό μικρού φεγγίτου, με ωθεί βιαίως από των ώμων και με κλείει εντός αυτού.

Αλλ' αν δεν εξήρχετο; Αν έμελλε να μείνη εις τον θάλαμον της ξένης και να διανυκτερεύση μετ' αυτής, όπερ δεν ήτο απίθανον; Τότε ουδέν έμελλε να χάση η Βεάτη. Διότι μετά δύο ή τρεις ώρας δεν έμελλε να πυκνωθή πλειότερον το σκότος, τουναντίον περί το μεσονύκτιον θ' ανέτελλεν η σελήνη, ης το φέγγος θα διήρχετο διά τινος φεγγίτου, και θα ωδηγείτο να βαδίση ευχερέστερον.

Εν τω νοσηρώ εκείνω δωματίω, με ολίγον φως ερχόμενον από τινος φεγγίτου την ημέραν, με ολιγώτερον την νύκτα, με μαύρον ψωμί, με το ψύχος και τας στερήσεις, γονυπετή και αλυσσίδετον προσεπάθει η Κυρά Ρήνη να παρασύρη αυτόν εις τας παραλόγους επιθυμίας της.

Και εν πρώτοις αυτός έπαιξεν αυλόν όπως ηδύνατο, δηλαδή αθλίως• έπειτα εδώκεν εις τον τρελλόν τους αυλούς και έλαβε παρ' αυτού την δερματίνην μάστιγα και το μαχαίρι, τα οποία έσπευσε και έρριψε διά του φεγγίτου έξω εις την αυλήν και ούτω χωρίς μεγάλον κίνδυνον πλέον ηδύνατο ν' αμύνεται εναντίον του παράφρονος και συγχρόνως να φωνάζη και να καλή εις βοήθειαν τους γείτονας, οι οποίοι εβίασαν την θύραν και τον εβοήθησαν να σωθή.

Αν δε και εκεί απειλείτο διά βλημάτων, ηδύνατο τότε κατ' αρέσκειαν είτε να κράξη εις βοήθειαν τους μαθητάς είτε να ζητήση άσυλον επί τα κεραμίδια, δι' αφράκτου τινός φεγγίτου χρησιμεύοντος εις φωτισμόν του γείτονος σκοτεινού διαδρόμου.

Ο Στόγιος δεν είχε κοιμηθή ακόμη, φως έλαμπε διά του φεγγίτου. Τον εκάλεσα ονομαστί. Εγνώρισε την φωνήν μου και ελθών μου ήνοιξε. Μοι παρέσχε πρόθυμον ξενίαν και στέγην. Εγώ εν τούτοις δεν ήξευρα διατί είχα κρούσει την θύραν του, αφού δεν είχα ύπνον ούτε νυσταγμόν.

Το πρωραίον είχε στεγαδώσει πλέον από τους καπνούς τόσων τσιγάρων και διέταξεν ο ναύκληρος ν' ανοίξωσιν άνωθεν μίαν υαλοθυρίδα του φεγγίτου.

Ας εισδύη μία μόνη ακτίς ηλίου, άμα τη ανατολή διά του θαμβού φεγγίτου, εις τον πενιχρόν θάλαμον, με τους τέσσαρας τοίχους ασβεστωμένους λευκούς, με μίαν ψάθαν, και επ' αυτής μικρόν αμαυρόν κιλιμάκι, στρωμένα επί του πατώματος με δύο προσκεφαλάδες ακουμβημένας σύρριζα εις τους τοίχους, ένθεν και ένθεν της γωνίας του πυρός, όπου τέσσαρες ξηροί δαυλοί και δύο μεγάλα ξύλα ορθά καίουσι και βρέμουσιν επί της εστίας.

Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του. Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την λυχνίαν του και επλησίασε: — Συ είσαι, Ούρσε; Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν. — Τις ει; — Δεν με αναγνωρίζεις; — Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;