United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το νησί είναι γιομάτο βρόντους, αχούς και γλυκούς ήχους, που τέρπουν και δεν πειράζουν· πότε μύρια γύρου λεπτά λαλούμενα σιγοκελαϊδούν στ' αυτιά μου· πότε φωνές, και ας εξύπνησ' από πολύν ύπνο, με κάνουν και ξαναποκοιμιώμαικαι τότε στης υπνοφαντασίας μου τα νέφη, φαίνεταί μου, σχίζονται, και φανερώνουν πλούτη έτοιμα να πέσουν απάνω μου, τόσο που όταν ξυπνάω φωνάζω να μεταϊδώ τα ονείρατα.

Η οικοδέσποινα ευηρεστήθη να μου προσφέρη καφέ και να με θαμβώση και πάλιν με την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών και της χρυσής της κόμης, ο δε ξερασωμένος αρχαιολόγος, αφού μοι παρεχώρησεν αντί εκατόν μόνον φράγκων δύο σπάνια νομίσματα των Συρακουσών, ηυδόκησε να με πληροφορήση ότι, αν πλην των οφθαλμών και της κόμης επεθύμουν να μεταΐδω και τας κνήμας της κυρίας του, ηδυνάμην ν' απολαύσω την ευχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων το εσπέρας εις το θέατρον Vittorio Emmanuele, όπου ήτο δευτέρα χορεύτρια.

Αγαπώμενος από την βασιλοπούλαν, και φανταζόμενος μίαν ακριβήν ενθύμησιν, διά τα όσα αυτή μου έταξεν, εδόθηκα εις άκραν αγαλλίασιν τες ακόλουθες ημέρες, και τότε αληθώς ημπορούσα να λογισθώ ότι ήμουν ο πλέον ευτυχής άνθρωπος του κόσμου, και δεν έβλεπα την ώραν πότε να μεταϊδώ την αγαπημένην μου Τζελίκαν· και εις καιρόν που είχα αυτήν την επιθυμίαν, ακούω να λέγουν ότι η Τζελίκα ήτον άρρωστη, και ύστερα από δύο ημέρες απέθανεν.

Οι νόμοι μας ήθελαν ότι, διά τιμωρίαν της επιορκίας σου, θα ήθελα σταθή μακράν από λόγου σου εις διάστημα δέκα χρόνων, και αυτοί ομοίως δεν μου έδιναν το θέλημα διά να σε ξαναϊδώ, ανίσως και εις τούτο το διάστημα των δέκα χρόνων δεν μου ήθελες σταθή πιστός· διά το οποίον οπόταν σε απαραίτησα δεν το επίστευα πλέον να σε μεταϊδώ, διατί δεν ελόγιαζα πως οι υιοί του Αδάμ να είναι αρκετοί μιας τοιαύτης μακρυνής εμπιστοσύνης και σταθερότητος.

Πες των ματιών σου αν αγαπάς σ' εμέ να μη κακιόσουν. Γιατί να ξέρης άφευχτα του χάρου θα με δώσουν. Κι' αν θέλεις παρηγόραμε με το χρυσό σου στόμα, Να με προφτάκης μη με φάη της γης το μαύρο χώμα. Το χώμα δεν το σκιάζομαι, την πλάκα δε φοβούμαι, Μον πως να μη σε μεταϊδώ βαριά το συλλογιούμαι. Αν θέλεις πάλι, κι' αγαπάς, να χάσω τη ζωή μου, Αφόντης και σ' αγάπησα δεν τη μετρώ δική μου.