United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η χρυσή καδένα μου! εφώναξε. Κ' εξυπνήσας αμέσως, επέψαυον με πόθον την καδένα μου την χρυσήν, θαρρών ότι μου την αφήρεσαν. Δεν εξεύρω πώς, αφού εξύπνησα, από όλην την χρυσήν παράστασιν του αρχιερέως απέμεινεν εις την ενθύμησίν μου ανεξάλειπτος η χρυσή άλυσις του εγκολπίου του, η οποία μου εφαίνετο ότι έλαμπεν ακόμη, μέσα εις την βαθείαν εκείνην νύκτα των οφθαλμών μου.

Υπήκουσα τον πατέρα μου με δυναστικόν τρόπον, από αιτίαν εδικήν σου, επειδή σου το εξομολογούμαι, ω ακριβέ μου Κουλούφ, πως σε αγαπούσα, με όλον που δεν σου το είχα φανερώσει. Η υπανδρειά μου με τον Ταχέρ δεν σε αποξένωσεν από την ενθύμησίν μου.

Εις το αναμεταξύ που η Δαρδανέ ωμιλούσεν, ο Καλίφη την εστοχάζουνταν με ακρίβειαν, και ευρίσκοντάς την μιας εξαισίας ωραιότητος, είπε προς τον Αμπτούλ, αφού αυτή ετελείωσε την ιστορίαν της· εγώ πλέον δεν θαυμάζω πώς εσύ εφύλαξες πάντα την ενθύμησιν μιας τέτοιας ωραίας γυναικός· ευχαριστώ το λοιπόν τον ουρανόν, που την εξαπέστειλεν εδώ, και με αξίωσε και εμένα να σε ιδώ εις τέτοιαν μεγάλην ευχαρίστησιν, διά την αντάμωσιν της πολυαγαπημένης σου Δαρδανές· δεν είνε πλέον σκλάβα, αυτή είνε ελεύθερη, και είνε εις την εξουσίαν σου· και έχω όλην την ευχαρίστησιν εις το να σας ιδώ να γευθήτε την γλυκύτητα μιας μακρυνής και τελείας ενώσεως, ύστερον από τες δυστυχίες, που σας είχαν χωρίσει.

Απέρασαν σχεδόν τρεις μήνες που η Κατηγέ ευρίσκονταν εις θλίψιν διά την αδελφήν της. Μα το διάστημα του καιρού, και οι ανάπαυσες που είχεν, άρχισαν ολίγον κατ' ολίγον να την κάνουν να εκβάλη από τον νουν την ενθύμησίν της, ήγουν να την αλησμονήση, και να ευρίσκεται πλέον ελαφρωμένη εις τες θλίψες της.

Όμως τον λέγουν, καθώς νομίζω, Μέλητον . Είναι δε από τον δήμον Πιτθόν , αν έρχεται εις την ενθύμησίν σου κανένας Μέλητος Πιτθεύς, ένας νέος με μακράν και λείαν κόμην, με ολίγα γενάκια και με μύτην γερακωτήν. Ευθύφρων. Δεν ενθυμούμαι τέτοιον νέον, ω Σώκρατες, αλλ' ειπέ μου ακριβώς ποία είναι η καταγγελία, οπού σου έκαμε; Σωκράτης.

Α ιδού εκείνη η εύμορφη χωριατοπούλα, την οποίαν τόσο ακριβά φυλάγω εις την ενθύμησίν μου. Ναι, ω Αδήλ, αυτή είναι εκείνη και εδώ σου την έφερα διά να τελειώσω την ευτυχίαν σου.

Μετά τρεις μήνας που ανεπαύθην εις εκείνην την πόλιν απολαμβάνοντας κάθε ξεφάντωσιν και τρυφήν, ενθυμήθην την πατρίδα μου όθεν παρασταθείς εις τον βασιλέα τον επαρεκάλεσα διά να μου δώση άδειαν να επιστρέψω εις την πατρίδα μου· ο οποίος μετά πάσης χαράς μου έδωσε το θέλημα, με υποχρέωσεν όμως να δεχθώ ένα δώρον διά παντοτεινήν ενθύμησιν της βασιλικής μεγαλοδωρίας του.

Και ο Σωκράτης, αφ' ού επρόβαλεν εμπρός την κεφαλήν του και ήκουσεν, είπε· το εκράτησες εις την ενθύμησίν σου με γενναιότητα· δεν καταλαμβάνεις όμως την διαφοράν μεταξύ εκείνου, το οποίον τώρα λέγομεν, και εκείνου, το οποίον είπομεν τότε.

Αλλ' αι τοιαύται στιγμαί είναι ως αιώνες δια τον διερχόμενον αυτάς, η δε φαντασία υπείκουσα εις του αίματος τας βιαίας κινήσεις εργάζεται μετά τοσαύτης τότε ταχύτητος, ώστε, καθώς έλεγε μετέπειτα ο Κ. Πλατέας, εάν επεχείρει να καταγράψη όσα κατ' εκείνην την στιγμήν επεσωρεύθησαν εις την ενθύμησίν του, ηδύνατο να συνθέση τόμον ολόκληρον.

Ω, μα τον Πέλοπα, μα τον Ατρέα τον πατέρα σου και μα την μητέρα μου αυτήν, η οποία πρώτον πόνον δι' εμέ ησθάνθη όταν μ' εγέννα και δεύτερον τούτον σήμερον ότε με χάνει, ποίαν σχέσιν έχω εγώ με τον γάμον του Πάριδος και της Ελένης ; Διατί να χαθώ εγώ, πατέρα μου, δι' αυτούς ; Κύτταξέ με με βλέμμα συμπαθές, φίλησέ με, να φέρω τουλάχιστον μαζή μου προς ενθύμησιν το βλέμμα και το φίλημά σου εκεί όπου θα υπάγω, εάν δεν εισακούσης την παράκλησίν μου.