United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !
Έβαλε στη θέση του τον κουβά, έβγαλε ένα πετραδάκι από μια γλάστρα με βιόλες και μόλις μπήκε στην κουζίνα χαιρέτησε τον Έφις και τον ρώτησε εάν του είχαν φτιάξει καφέ. «Μου έφτιαξαν, μου έφτιαξαν, ντόνα Έστερ, κυρά μου!»
Το περίεργο είναι που η παλιά κατάληξη σώζεται και στις ξένες λέξες· αφτό είναι το σπουδαίο. Δεν κλίνουν πουθενά στην Ελλάδα ο καφέ, οι καφέ, τους καφέ, η κουβέντα, της κουβέντα, οι κουβέντα, τις κουβέντα , κ' είναι αδύνατο ο γραικικός λαός να κλίνη, για την ώρα με τέτοιο τρόπο.
Ο Λαλεμήτρος είχεν ήδη παραλάβει τας δύο γυναίκας κάτω, εις την πρώτην θέσιν, αλλ' επροτίμα και αυτός τον καφέ της θείας του, διότι παρεσκευασμένος με τας χείρας της, τω εφαίνετο, θα μυρίζη ολίγην πατρίδα. Καϋμένη πατρίδα! Μόνον εις την ξενιτείαν καταλαμβάνει κανείς τι αξίζεις! . . .
Ο μεταξύ του γέροντος και εμού διάλογος εκινδύνευε να παύση ολοσχερώς, ότε η γραία υπηρέτρια, επικαίρως ελθούσα, έφερε δίσκον περιέχοντα, εκτός του γλυκού και του καφέ, ζυμαρικά και αμύγδαλα και σύκα. Η Κυρία Σοφία δεν ηνείχετο να μη πάρωμεν τίποτε μέχρι της αύριον. Το κατ' εμέ δεν επέδειξα επιμονήν ούτε ακαταδεξίαν.
— Δεν λάβαμε, γυιε μ', προσέθηκε και η θεια-Αννούσα, προσφέρουσα τον καφέ. — Έχετε δίκαιον! είπεν ο Λαλεμήτρος. Το έστειλα με επιβάτην, ο οποίος εχάθη, εις ναυάγιον.
— Να με συμπαθήστε που πρέπει να καρτερέψω καμιά δυο μέρες εδώ, τους είπε απάνω στον καφέ ο Μυλόρδος, ώσπου να γυρίση ο οδηγός μου με μερικούς συνταξιδιώτες που πρέπει να σας δουν και να σας γνωρίσουν. Είνε ένας άλλος Άγγλος κ' η γυναίκα του, ρωμιοπούλα όμως αυτή, και μάλιστα Κρητικιά.
Πήγαινε, τρυγόνα μου, πήγαινε!» «Πού να τον εύρω εγώ τον Έφις; Είναι στο χωριό;» «Ανεβαίνει από κτηματάκι, τον βλέπω που ανεβαίνει», είπε η γριά, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, επειδή έμπαινε η Γκριζέντα με τον καφέ. «Βλέπεις Νατόλια; Θέλησε να σηκωθεί σήμερα το πρωί, παρόλο που έχει υψηλό πυρετό. Γιαγιά, γιαγιά, γύρνα γρήγορα κάτω από τις κουβέρτες!» «Θα γυρίσω, θα γυρίσω.
Μα οι ξένοι; τι θάλεγαν οι ξένοι; — Μωρέ! φώναξε άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του, σα νάπαθε μεγάλη συφορά. Η Δόξα δεν ήταν ακόμα στη θέση που της έπρεπε. Μα τώρα δεν του έμενε καιρός. Οι ξένοι όπου κι αν είνε θάμπαιναν να πάρουν τον καφέ τους κ' έπρεπε όπως — όπως να την τοποθετήση. Το σπουδαίο ήταν να μη την ιδούν απάνου στο μαρμαρένιο βάθρο της.
Διατηρεί έτι την μνήμην των αφελών εκείνων εσπερινών συναναστροφών, αίτινες ήρχιζαν εις τας οκτώ και ετελείοναν εις τας δέκα, συνεκροτούντο δε προχείρως εκ των τυχόντων φίλων, και ηρτύοντο δι' ενός μεν ενίοτε μόνου καφέ αλλά διά πολλής και ακόπου πάντοτε φαιδρότητος.
Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ειμπορώ να χωνέψω. Ως που να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία. — Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του.
Λέξη Της Ημέρας