Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Είχαν απομείνει μόνο τα μικρά κίτρινα μήλα του Σαν Τζοβάνι. Του φάνηκε πως ονειρεύεται. Κάθισε και ρώτησε: «Πού είναι οι άλλες; Τι έγινε;» «Η Έστερ είναι στην εκκλησία, η Νοέμι είναι επάνω», είπε η ντόνα Ρουθ, σκυμμένη επάνω από τον καφέ.
Και οι γυναίκες από πολλά χωριά κάθονταν γύρω της σαν να ήταν υπηρέτριές της….. Μου έλεγε: Ποτόι, έλα, δοκίμασε αυτόν τον καφέ, πώς σου φαίνεται, είναι καλός; Ναι, τόσο καταδεχτική ήτανε. Α, γι’ αυτό δεν μ’ αρέσει να ξαναπάω εκεί πέρα. Μου φαίνεται ότι έχω αφήσει κάτι εκεί και δεν θα το ξαναβρώ πια….» Η Νοέμι επιδοκίμασε ζωηρά, με το κεφάλι σκυμμένο στο εργόχειρό της.
Αυτού με εβιζιτάρισεν ο ναύαρχος Άγγλος, όστις εκρατούσε την πολιορκίαν ταύτης της νήσου, και με έγγραφον διαταγήν εις το φιρμάνι της σημαίας μου με διέταξε να υπάγω εις την Γουαδαλούπαν, όπου επούλησα το φορτίον και αγόρασα άλλο, καφέ, ζάχαρη και λοιπά διά Λιβόρνον και Σμύρνην.
Η εργατική γυνή ήτο ενδεδυμένη καθαράν μανδήλαν πολίτικην καινουργή και εκ πρασίνου εριούχου γουνάκι και φουστάνι μερινόν χρώματος καφέ, και επάτει μετά προσοχής επί των ολισθηρών πετρών του λιθοστρώτου. Αλλά και ο Μπάρμπα-δήμαρχος έφερε και αυτός καθαράν ενδυμασίαν.
Ο δε καπετάν-Θοδωρής το μόνον όπερ ηδύνατο να κάμνη ήτο να κατέλθη συρόμενος με τα δύο ραβδία του μέχρι της αγοράς εις το παρά την αποβάθραν καφενείον κ' εκεί να πίνη ένα καφέ, — τον προσφιλή του ναργιλέν απηγόρευσαν οι ιατροί — και να διηγείται τα παθήματά τους. Περί των λοιπών εφρόντιζεν η σύζυγός του η καλή Γερακούλα.
Να την λοιπόν που βγαίνει πίσω από το ιερό, με το κάνιστρο στο κεφάλι και κατεβαίνει το σοκάκι ανάμεσα σε συστάδες από βάτα που λάμπουν από τις σταγόνες της δροσιάς. Από την πόρτα της γριάς Ποτόι φαινόταν η Γκριζέντα σκυμμένη πάνω στη φωτιά της εστίας να ετοιμάζει τον καφέ της γιαγιάς που ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. «Αδυνατίζεις κάθε μέρα και πιο πολύ», είπε η Νατόλια μπαίνοντας.
Σαν κατέβηκαν οι άντρες στο καφενείο να πιουν τον καφέ τους, ήρθε δεν ήρθε ο Πανάγος με το μικρό του αδερφό το Γιάνη, και τραβάει το σκαμνί του κοντά τους ένας λεβέντης κάτι πιο μεγαλήτερος από τον Πανάγο, το ίδιο το σουσούμι απάνω κάτω, μα σαν πιο ξανθουλός, πιο ανοιχτόκαρδος, πιο γελαζούμενος· ίσως και λιγάκι πιο παχουλός. — Είνε αλήθεια αυτά που ακούγω; σκύβει και κρυφορωτάει τον Πανάγο.
Πρωί πρωί της άναπτε την φωτιάν και της έψηνε τον καφέ της, που της είχε φέρει από το ταξείδι, εωσού να ξημερώση καλά και έλθη η εξαδέλφη του, η Λουξανιώ, μία πτωχή και ηλικιωμένη ξενοδουλεύτρα, οπού η δουλειαίς δεν την άφησαν να πανδρευθή, για να της σκουπίση, να της ξετινάξη το μενδεράκι της, και να της μαγειρεύση έπειτα κανένα φαγάκι, έχουσα δίπλα της και τη δουλειά της, το ράψιμό της, καμμιά φορά και τα λανάρια της.
Η υπηρέτρα με τη Μαριάνθη βγήκαν από το δωμάτιο με τες γίδες και με τα κατσίκια, κι' η γριά σηκώθηκε, πήγε στο ντουλάπι, πήρε το μισοκάρικο το παγούρι, που είταν γεμάτο ρακί, και τώδωκε στον παπά, κατέβασε και το κανίστρι με τα καφοκούτια από τ' αράφι κι' όσο να φκιάση τον καφέ για τον παπά, με το ζεστό το νερό, που είταν παραστιάς έτοιμο στο χαλκούτσι, γύρισαν από τη δουλειά η Μαριάνθη με την υπηρέτρα και κάθησαν κι' αυτές γύρα στη φωτιά.
Μπαίνοντας στον περίβολο είδε ξανά τη συνηθισμένη σκηνή: οι κυράδες του κάθονταν στο παγκάκι με τα χέρια σταυρωμένα, η Καλίνα έγνεθε, με τα πόδια γυμνά μέσα στα πέδιλα∙ μέσα στις καλύβες οι γυναίκες καθισμένες καταγής έπιναν τον καφέ, κουνούσαν τα μωρά και πάνω στο μπαλκόνι, με φόντο τον ουρανό που χρύσιζε, η μαύρη φιγούρα του παπα Πασκάλε χαιρετούσε με το τιρκουάζ μαντήλι του. «Διασκεδάζετε;», ρώτησε ο Έφις ακουμπώντας το δισάκι κοντά στα πόδια των κυράδων του. «Κι εκείνος;» «Συνέχεια χορεύουμε», είπε η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρουθ σηκώθηκε για να τακτοποιήσει τα πράγματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν