United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν οπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε. Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινεν. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδεν. Οι πόδες της εγλυστρούσαν. Ο βράχος του αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.

Δύο άντρα, με το στόμιον πολύ στενόν, έχασκον ένθεν και ένθεν. Εκεί εκοιμάτο την νύκτα· την ημέραν κατήρχετο εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν. Διά ν' ανέλθη και διά να κατέλθη, ούτε δρομίσκος, ούτε μονοπάτι υπήρχεν. Επάτει επί της σάρρας, εις την βάσιν του κρημνού. Τότε η σάρρα εταράσσετο, εφαίνετο ως να εθύμωνε.

Η Χαδούλα ανελογίσθη μετά πικρίας ότι όλα, και τα μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα και ανάποδα της ήρχοντο εις αυτόν τον κόσμον. Εάν είχε προμελετήση να κλέψη ολίγα κεράσια από την κερασιά του Δημάρχου, θα επάτει μετά προσοχής, θα επλησίαζε μετά προφυλάξεως, και τότε πιθανώς ούτε ο δραγάτης ήθελεν εξυπνήσει, ούτε ο σκύλος ίσως θα εγαύγυζε.

Η βαρκούλα επάτει επί της ξηράς και εταλαντεύετο επί της θαλάσσης, με την πρώραν χωμένην εις την άμμον, με την πρύμνην σαλευομένην από το κύμα, βαρκούλα ελαφρά, κομψή, οξύπρωρος, χωρούσα τέσσαρας ή πέντε ανθρώπους.

Αλλά περιέμεινε μέχρις ου η Σιξτίνα καταβή και την τελευταίαν βαθμίδα, και επειδή έμελλε τότε αύτη να στραφή επικάρσια όπως εύρη την θύραν, η Βεάτη ήθελεν ελλαμφθή υπό του φωτός του δελέτρου, όπως καταβή αφόβως την κλίμακα. Τούτο και έπραξεν. Αλλά δυστυχώς καθ' ην στιγμήν η Βεάτη επάτει εις την δευτέραν εκ των άνω βαθμίδα, η σανίς έτριξε, και η αδελφή Σιξτίνα εκπλαγείσα εστράφη να ίδη.

Η εργατική γυνή ήτο ενδεδυμένη καθαράν μανδήλαν πολίτικην καινουργή και εκ πρασίνου εριούχου γουνάκι και φουστάνι μερινόν χρώματος καφέ, και επάτει μετά προσοχής επί των ολισθηρών πετρών του λιθοστρώτου. Αλλά και ο Μπάρμπα-δήμαρχος έφερε και αυτός καθαράν ενδυμασίαν.

Το ονάριον επάτει ως επάνω εις βαμβάκια στρωμένα, έτρεχεν, έτρεχε κι' ο παπάς καβάλλα . . . Έτρεχε κ' η συντέκνισσα απ' οπίσω απ' την ουράν, γνωρίζουσα με ελαφρά τινα επιφωνήματα και με μίαν βέργαν την οποίαν εκράτει, να κάμνη το υποζύγιον να τρέχη. Έτριζε το χιόνι υπό τα βήματα. Επήγαν από τον κάτω δρόμον, το ρέμμα-ρέμμα, όπου δεν είχε πιάσει πολύ το χιόνι.

Τέλος έφθασεν εις του Πουλιού τη Βρύσι, όπως την είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης. Ήτο μία πηγή επάνω εις υψηλόν βράχον, επί του οποίου εσχηματίζετο μικρόν ολισθηρόν οροπέδιον από χώμα, γεμάτον από βρύα και άλλα υγρά χόρτα, τα οποία εφαίνοντο ως να έπλεον εις το νερόν. Η Φραγκογιαννού επάτει καλά να μη γλυστρήση και πέση.

Άμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παληόσπιτον του γέρο- Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή-Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον.

Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθή διά της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην. Αλλ' η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον.