United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνθρωπός τις εφάνη κρατών δέμα εν τη χειρί, ως εφαίνετο, διότι ο Βράγγης δεν ηδύνατο καλώς να διακρίνη. Το φέγγος της σελήνης κατήρχετο διά του ανοίγματος των δένδρων επί του προσώπου του αγνώστου και εφώτισε τους χαρακτήρας του. Ήτο άνθρωπος με χρώμα ηλιοκαές ή φύσει μελαψόν, με οστεώδεις και μακράς εξοχάς εν τη μορφή, με ερρυτιδωμένον μέτωπον. Υψηλός το ανάστημα, αλλά κυρτός.

Και πότε με έπιαναν γέλοια και πότε ούρλιαζα, αναλόγως της ιδέας η οποία με κατείχε. Και κατήρχετο κανονικώς και ατέγκτως. Αιωρείτο εις απόστασιν μόλις τριών δακτύλων από του στήθους μου. Έκαμα βιαίας, μανιώδεις αποπείρας να ελευθερώσω τον αριστερόν βραχίονά μου. Ήτο ελεύθερος από τον αγκώνα μόνον μέχρις της χειρός.

Ήτο αγαθός ανήρ ο αυθέντης του Γεώργη, και ο Γεώργης το ησθάνθη την στιγμήν εκείνην. Του εφάνη, δεν ηξεύρω πώς, ότι η χειρ του πατρός του κατήρχετο αοράτως επί της κεφαλής αυτού και τον εθώπευεν. Η καρδία του εσκίρτησεν εξ αγάπης και ευγνωμοσύνης, και θαρρήσας ανέβλεψε προς τον κύριόν του και τω είπεν·Αυθέντη,. . . . ήθελα να σας ζητήσω μίαν χάριν. — Τι θέλεις, παιδί μου;

Κτύποι μυστηριώδεις ηκούοντο εδώ και εκεί, κτύπος του δάσους, οπού θαρρείς και κινείται την νύκτα, ωσάν ανασασμός· οπού ανασαίνει θαρρείς και αυτό την νύκτα και ζη, και ψίθυροι αόριστοι και αιφνιδιαστικοί ηκούοντο από μέσα από τας λόχμας, σαν ομιλίαι, σαν στεναγμοί των φύλλων, τα οποία εκινούντο από τον ελαφρόν άνεμον, τον νυκτερινόν απόγαιον, που κατήρχετο από τον Άγιον Κωνσταντίνον, από την κορυφήν του έναντι αυτού βουνού, ευάρεστοι διάλογοι άρρητοι, οπού συντροφεύουν συνήθως των ποιμένων την αγραυλίαν και των άλλων αγροτών και ανθρακέων την μοναξίαν.

Όσον αφορά το «στερφοβότανο», ο πνευματικός της είχεν ειπεί προ χρόνων ότι είναι μεγάλη αμαρτία. Πριν φθάση εις την θύραν του κήπου, καθώς κατήρχετο τον δρομίσκον της κλιτύος, είδεν ότι ο Γιάννης ο Περιβολάς δεν ευρίσκετο εντός του κήπου, αλλ' ήτο την στιγμήν εκείνην εις τον γειτονικόν αγρόν, τον οποίον είχε φαίνεται ενοικιάσει ως κολλήγας από τον γείτονα.

Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν. —Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;... Και δεν έπιε. Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. —Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;

Η δε γραία κατήρχετο την εσπέραν εις την πόλιν με μεγάλην ανακούφισιν και παρηγορίαν, κομίζουσα τας ευλογίας και τα τρυφερά βλασταράκια «που της εδώρει ο Παπά-Ερημίτης». Ούτως αι θυγατέρες της θειά-Ζωίτσας είχον αποκτήσει εν τοιαύτη αγωγή ουχί τόσον φιλοκόσμους έξεις.

Αριστερόθεν κατήρχετο διά μέσου των κλάδων και των θάμνων τελευταία τις ασθενής ριπή του Βορρά, επισκεπτομένη εις τα χθαμαλώτερα εκείνα μέρη την παρθενικήν αδελφήν της, την χιόνα, σκληρύνουσα αυτήν επί των κλώνων των δένδρων, περί ους είχε περιχυθή καταστρώσασα μεγαλοπρεπώς τους πολυκλάδους και απειροποικίλους σχηματισμούς των.

Και δύο φοράς την εβδομάδα έπαιρνε το ραβδάκι της εις την δεξιάν χείρα και το καλαθάκι της εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος, και οδηγούσα και μίαν αμνάδα και μίαν αίγα, τας οποίας έβοσκεν η ιδία, κατήρχετο από το Μεγάλο Ορμάνι, και έφθανεν εις την κρημνώδη θαλασσόπληκτον ακτήν, κ' επήγαινε ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.

Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπάρμπα-Στεφανής και ο υιός του έλαβον τα πτυάρια και τας αξίνας και προπορευόμενοι ήρχισαν να ξεχιονίζωσιν. Ο δρομίσκος ανήρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ' αρχάς, είτα κατήρχετο εις έν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επάτουν προσεκτικώς, ως να εμετρούσαν τα βήματά των. Η σελήνη είχεν απαλλαγή εκ νεφών και προσεπάθει να φέξη τον δρόμον με το κρυερόν φως της.