United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί, αοράτως και αθορύβως εκεί μετακομισθέντες, έφερον λυχνίας χρυσάς, πληρούσας τον θάλαμον ιλαρού και απλέτου φωτός. Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους εκείνους εις τον κοιτώνα της, ούτε είδεν η Ψυχή ούτε ήκουσεν· η δε ασθενής αυτής κεφαλή, καταπεπονημένη εκ των αλλεπαλλήλων εκπλήξεων ολοκλήρου ημερονυκτίου, ουδέ καν να μαντεύση προσεπάθησε.

Θεός σχωρέστηνε! . . . Και την εμακάρισαν έπειτα με την καρδίαν των, αληθώς, τρώγοντες τα τόσον κατανυκτικώς αοράτως ευλογηθέντα κόλλυβα, τα οποία εις την ερημίαν εκείνην, καταμεσής εις το πέλαγος, είχε παρασκευάσει η ευλαβής προς την ψυχήν της μητρός του στοργή του συμπαθούς ναυκλήρου.

Είναι σχεδόν τρεις χρόνοι που ηκούσθη μία φωνή αιφνηδίως και αοράτως να λέγη· «Κάτοικοι, αφήσατε την ειδωλολατρείαν και την μαγείαν»· και η αυτή φωνή ηκούετο εις διάστημα τριών χρόνων· αλλά κανείς δεν μεταννόησεν· την τελευταίαν ημέραν του τρίτου χρόνου, κατά την τετάρτην ώραν της ημέρας αιφνηδίως όλοι οι κάτοικοι της πόλεως μετεμορφώθησαν εις λίθους καθένας εις εκείνο το σχήμα και την στάσιν που ευρίσκετο· εδοκίμασε την αυτήν δυστυχίαν και ο πατήρ μου και η μήτηρ μου και έμεινα εγώ μόνος που με εφύλαξεν ο μέγας Προφήτης και είμαι βέβαιος, ότι αυτός σας εξαπέστειλεν εδώ διά παρηγορίαν μου.

Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον, άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», — όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν όπου ευρίσκοντο χωρισμένοι, προ δεκαπέντε ετών . . . Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.

Αλλ' όμως εναντίον του Γεμιστού υπεκρίθη ο παμπόνηρος ότι έτρεφε μνησικακίαν διά την εγκατάλειψιν της κόρης, και παίρνοντας αυτήν εις τας χείρας του, την έφερεν αοράτως εις το σπήλαιον του Γεμιστού, και την παρέστησεν αιφνιδίως εις τας όψεις του. Ο γουν Γεμιστός απ' εκείνης της στιγμής ήρχισε να τρέφη προς την κόρην ακάθαρτον και σατανικόν έρωτα.

Ήτο αγαθός ανήρ ο αυθέντης του Γεώργη, και ο Γεώργης το ησθάνθη την στιγμήν εκείνην. Του εφάνη, δεν ηξεύρω πώς, ότι η χειρ του πατρός του κατήρχετο αοράτως επί της κεφαλής αυτού και τον εθώπευεν. Η καρδία του εσκίρτησεν εξ αγάπης και ευγνωμοσύνης, και θαρρήσας ανέβλεψε προς τον κύριόν του και τω είπεν·Αυθέντη,. . . . ήθελα να σας ζητήσω μίαν χάριν. — Τι θέλεις, παιδί μου;