Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
— Νά, από 'δω θα έκαμεν ο κολλήγας μου, είπεν ο ποιμήν προς τους πέντε άλλους, δεικνύων μεγάλα ίχνη επί της χιόνος. Ο ποιμήν ούτος ήτο ο Κομποδήμος, ο κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, εις αναζήτησιν του οποίου μετέβαινε μετά των πέντε άλλων ναυτικών. Και οι έξ ηκολούθουν τα ίχνη τα υποδειχθέντα, τα μόνα προς εκείνο το μέρος όπου έκειτο ο ελαιών του Μπάρμπα-Σταύρου.
Ο Κομποδήμος ο κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, μη προφθάσας ν' απέλθη την προηγουμένην νύκτα εις την ποίμνην του ζαλισθείς από τα κεράσματα των φίλων του, — το αγαπούσε ολίγον το έρμο — την επαύριον απεκλείσθη ολότελα ένεκα της χιόνος και μόλις απήλθεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και ενεφανίσθη προ της Κρατήρας ο Κομποδήμος με μίαν βαρείαν κάπαν και με την κελαειδούσαν ως γκάιδαν ρίνα του.
Ελυπείτο δε το πτωχόν αιπόλιόν του, το οποίον εθεώρει ως παρακαταθήκην εμπιστευθείσαν αυτώ υπό της φειδωλής μοίρας του προς φύλαξιν. Ο κολλήγας του, ο κυρ-Αναγνώστης, ο προεστός, δεν ήτο άνθρωπος με ανοιχτό χέρι, βλέπεις, και αν ο πτωχός Τσόμπανος έχανε τας αίγας του, ήτο κατεστραμμένος, και πολλάς ελπίδας δεν είχε να εύρη σερμαγιά διά να αγοράση άλλας. Έπειτα όλοι θα τον ωνόμαζαν ανάξιον.
Αλλ' έως ου τους εύρη ο κολλήγας, οι χωρικοί μετέβησαν εις τον δήμαρχον και ανήγγειλαν φοβερώτερον το πράγμα, ότι δηλαδή είς τούτων, κατά τινα στιγμήν εν τη επιστροφή του παρατηρήσας τυχαίως, είδε μακρόθεν εν τω λευκώ οροπεδίω τον Μπάρμπα-Σταυρον να κλίνη ως τρικλίζουσα αιξ και να γείνη άφαντος έπειτα μέσα εις τα χιόνια. — Εμείς δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω πλεια. Εδικαιολογήθησαν οι χωρικοί.
Όσον αφορά το «στερφοβότανο», ο πνευματικός της είχεν ειπεί προ χρόνων ότι είναι μεγάλη αμαρτία. Πριν φθάση εις την θύραν του κήπου, καθώς κατήρχετο τον δρομίσκον της κλιτύος, είδεν ότι ο Γιάννης ο Περιβολάς δεν ευρίσκετο εντός του κήπου, αλλ' ήτο την στιγμήν εκείνην εις τον γειτονικόν αγρόν, τον οποίον είχε φαίνεται ενοικιάσει ως κολλήγας από τον γείτονα.
Είτα, αφού ενέβαλε το πολύ γάλα εις μέγαν λέβητα και έρριψεν άφθονον άλας εντός, εξ εκείνου το οποίον μόνος του εμάζευεν από ακρογιαλιά εις ακρογιαλιά, τρέχων επάνω εις τους βράχους, όπου έβγαζε κογχύλια και πεταλίδας, ο αιπόλος ήναψε πυρ και ησχολείτο να το βράση, καθότι επρόβλεπεν ότι θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να γευματίση ο ίδιος με γάλα, πράγμα δυσάρεστον, εάν, ως ήτο λίαν πιθανόν, ο κολλήγας του ωλιγώρει να του στείλη «κανένα αρμυρό ψάρι». Διότι αυτός ο αιπόλος δεν ήτο από εκείνους που γίνονται φόρτωμα εις τους άλλους, και αν ο κολλήγας δεν είχε την καλήν διάθεσιν, αυτός δεν θα έρριχνε την υπόληψίν του διά να τον κάμη στανικώς να τον φιλέψη ή αρμυρό ή άλλο τίποτε, ας πούμε.
Και το είχε φέρει ο κολλήγας του προ μιας ημέρας, ο Κομποδήμος, εμφανισθείς πρωί-πρωί φορτωμένος με ένα σακκάκι δεμένον επάνω καλά περί τον λαιμόν. — Γεια-χαρά σας! εφώνησεν ο Κομποδήμος με την έρρινον οξείαν φωνήν του, ηχούσαν ως γκάιδας ήχον. Και απέθεσε το σακκάκι με προσοχήν εις τα σανίδια του πατώματος.
Κ' επανέλαβεν: — Ο βλοημένος ήρθε να ξεχιονίσ'! Αυλή τ' νάτανε, και πάλι δεν θα μπορούσε, σαν δεν πάινε ο κολλήγας του. — Δε μ' λες, Κομποδήμο, προσέθηκέ τις των ναυτικών αστεϊζόμενος, λυόν' ο πεθαμένος 'ς το χιόν'; — Ξέρου κι' 'γώ; Δε δουκίμασα! — Τι κάθεσθε και λέτε; παρετήρησεν έτερος των ναυτικών.
Αλλά πώς; Εληά ήτανε να την ξεχιονίσω; — Ας πάνε 'ς την οργή κι' αυταίς η εληαίς, κολλήγα. Κόντεψε να σε χάσουμε. Ας πάνε ς' την οργή! Διέκοψεν ο κολλήγας, κενών άλλο ποτήριον εις τον λάρυγγά του. — Η εληαίς μονάχα κολλήγα, ή και τα θηλιάσματα μαζί; Ηρώτησεν ο μπάρμπα-Σταύρος γελών και θωπεύων τούς μύστακάς του τους στακτερούς. — Όλο να με πειράζης, κολλήγα.
Είχαν έλθει ψηλά από την ράχιν, από τα Καλύβια του βουνού, όπου είχαν μείνει να διανυκτερεύσουν, η γραία κ' ο εγγονός της. Από το πρωί ευρίσκοντο εις την μάνδραν, εις το βουνόν. Είχαν υπάγει διά να ζητήσουν από δύο βοσκούς κολλήγας των ολίγα καθυστερούμενα, εις μυζήθρες και τραχανάν, προερχόμενα από αντισπόρους και από ενοίκια βοσκών.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν