United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον καμμίαν εορτήν, την άνοιξιν, εξήρχετο πρωί-πρωί με την μητέρα της, όπως μεταβάσα εις δίωρον απόστασιν από του χωρίου, ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας, Κεχρεάς, μικρού διαλελυμένου μοναστηρίου εις ωραιοτάτην τοποθεσίαν προς την Θετταλομαγνησίαν, και επέστρεφε την εσπέραν, νύκτα πλέον, κομίζουσα εντός του καλαθίου τρυφερά του βουνού λάχανα, εκ των οποίων ωμά έτρωγεν η γραία τα περισσότερα, έως ου φθάσουν εις το χωρίον.

Όταν εμβήκεν, αμέσως τον κατέλαβε μία ευωδία άρτι καέντος θυμιάματος, του εφάνη μάλιστα, του πολιού ιερέως, ότι διέκρινε καπνούς τινας ακόμη εις την οροφήν εκείνην την χθαμαλήν, και εντός του Ιερού, στροβιλίζοντας ευαρέστως, και από το ένα παραθυράκι, προς το βουνόν, οπού ήτο ανοικτόν, αύρα ελαφρά έμβαινεν από τον δρυμόν εγγύς, κομίζουσα την μεθυστικήν εκείνην ευωδίαν δένδρων και φυτών και θάμνων, και την άλλην εκείνην την αχόρταστον, οπού εκπέμπουν την νύκτα αυτά τα βουνά, αναπνέοντα σαν άνθρωποι με πνοήν, την οποίαν τόσον απολαμβάνουν οι ησυχασταί και οι ερημίται, οι μόνοι τακτικοί σύντροφοι των βουνών.

Να σ' πω, κολλήγα, παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος. Είπα να το κρατήσω για 'μπρός, αλλά πάλιν είπα: ο κολλήγας θα μας φέρη άλλο· τι βγήκε! — Ακούς εκεί! παρετήρησεν ο ποιμήν. Ο κολλήγας μου νάναι καλά και τα θηλιάσματά του· και γουρνόπουλα όσα θέλεις. Αλλ' ιδού αίφνης· επανέρχεται η Κρατήρα εντροπαλή, κατακόκκινη, κομίζουσα κενόν το γανωμένον ταψίον. — Χορατεύετε, θαπώ!

Ενταύθα, όταν αποθάνη ο βασιλεύς των, ορύσσουσιν εις την γην μέγα όρυγμα τετράγωνον· άμα δε τούτο ετοιμασθή, λαμβάνουσι τον νεκρόν, του οποίου το μεν σώμα είναι κατακηρωμένον, η δε κοιλία ανοιγείσα και καθαρισθείσα είναι γεμισμένη με κύπερον τετριμμένον, με θυμίαμα, με σπόρον σελίνου και με άνηθον, έπειτα δε πάλιν ερραμμένη· τοιουτοτρόπως δε κομίζουσα αυτόν εν αμάξη εις άλλο έθνος.

Η δε γραία κατήρχετο την εσπέραν εις την πόλιν με μεγάλην ανακούφισιν και παρηγορίαν, κομίζουσα τας ευλογίας και τα τρυφερά βλασταράκια «που της εδώρει ο Παπά-Ερημίτης». Ούτως αι θυγατέρες της θειά-Ζωίτσας είχον αποκτήσει εν τοιαύτη αγωγή ουχί τόσον φιλοκόσμους έξεις.

Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και επάνω εις τας φασκομηλέας άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά των, και μνηστευμέναι με τα λευκά των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο, ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά- Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις μίαν βαθείαν κόφαν.

Είχε λοιπόν λάβει μίαν όλως ιδιαιτέρας τρυφερότητος φροντίδα διά τον ναόν τούτον, πολλάκις και άσβεστον κομίζουσα εις τον ώμον της, ίνα ασπρίση τα αποτριβέντα της ζωγραφιάς μέρη, νομίζουσα ότι ούτω συνετήρει τα λοιπά.