United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή δε η ώρα παρήρχετο, και ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ επέστρεφε: — Μου έρχεται μία ιδέα, είπον προς τας γυναίκας. Ο Μιχαήλος βεβαίως θα εύρε τον Κιαμήλ· αλλ’ ο Κιαμήλ ύστερον από ό τι συνέβη, εντροπιάρης καθώς είναι, θα αποποιήται να έλθη εις το σπίτι, ως εκ της παρουσίας μου. — Καλά το ηύρες! είπεν η μήτηρ μου.

Είναι προφανές, καλέ Σωκράτη, ότι δεν υπήρχε γέννησις εις εκείνην την φυσικήν κατάστασιν, και αυτό που λέγεται γηγενές γένος, αυτό και μόνον επέστρεφε πάλιν από την γην, και τούτο το ενθυμούντο οι αρχαιότατοι προγονοί μας, όσοι ήσαν γείτονες μεν με τα τελευταία έτη της προηγουμένης περιστροφής, εγεννήθησαν όμως πρώτοι κατά την σημερινήν περιστροφήν.

Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ' έτος τη Μ. Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την &κοκκώναν& και τα &κόκκινα αυγά&, της μικράς Σοφούλας της.

Όλη η εκκλησία ήταν γεμάτη με κορδέλες και είδωλα∙ άγιοι μικροί και μαυριδεροί με μάτια μαργαριταρένια, άγιοι μεγάλοι και ασουλούπωτοι που έμοιαζαν περισσότερο με τέρατα παρά με είδωλα. Μετά τη λειτουργία ο κόσμος πήγαινε σπίτι και ο Τζατσίντο επέστρεφε στο καταφύγιό του περνώντας μπροστά από μια ερειπωμένη εκκλησία που του θύμιζε εκεί κάτω το σπίτι από τις θείες του.

Θα πάω να ψάξω στο σπίτι σας και μετά θα το σκάσω για τις μεγάλες πόλεις!» «Νομίζεις πως στις μεγάλες πόλεις καλοπερνάνε;», ρώτησε η ντόνα Ρουθ με ύφος σοβαρό και η ντόνα Έστερ, που είχε αδειάσει στο μεταξύ το γάλα και επέστρεφε το δοχείο στη Νατόλια με ένα νόμισμα μισής πέζας μέσα για φιλοδώρημα, σταυροκοπήθηκε: «Ο Θεός να μας φυλάει

Πρέπει να ξέρετε ότι όλον αυτόν τον καιρό, ο βασιλιάς θείος μου έλλειπε σε κυνήγι, και μια που κανένας δεν ήξερε πότε θα επέστρεφε, στο τέλος αποφάσισα να γυρίσω σπίτι, ορμηνεύοντας τους υπουργούς να πουν τις δικαιολογήσεις μου. Ήθελα πάρα πολύ να τους πω για τον πρίγκιπα, για την τύχη του οποίου ανησυχούσαν πολύ, αλλά ο όρκος μου με ανάγκαζε να σιωπήσω.

Έπεμψαν εντολοδόξους όπως Τον συλλάβωσιν αιφνιδίως και λαθραίως, κατά την πρώτην ευκαιρίαν ήτις ήθελε παρουσιασθή. Αλλ' ο Ιησούς δεν έδειξε φόβον. Έμελλε να είνε μετ' αυτών επί μικρόν εισέτι, και τότε, και μόνον τότε, θα επέστρεφε προς Εκείνον όστις Τον απέστειλε.

Εσπέραν τινά του παρελθόντος Ιουνίου επέστρεφον αργά εις την πόλιν από μακρυνού περιπάτου. Δεν ήμην μόνος· αγαθός φίλος, ον είχον συναντήσει μονήρη πλανώμενον πέραν των κήπων των Πατησίων, επέστρεφε μετ' εμού. Η εσπέρα ήτο αστροφεγγής και γλυκεία.

Ήρχισε να βλέπη τον οικίσκον της, ότε το εσπέρας επέστρεφε, μετά δυσπιστίας· να αισθάνεται προ του ανδρός της εντροπήν· να χαμηλώνη τους οφθαλμούς προ του βλέμματός του, να ταράσσηται εις τον εναγκαλισμόν του και να ερυθριά ως ένοχος φρικώδους ανομήματος. Διά ποίαν δ' αιτίαν ησθάνετο όλα ταύτα, δεν ηδύνατο να εννοήση η λυγερή.

Μέχρις ου κατορθώσης και συ να εύρης ολίγα ίτσια να κόψης, ο Χριστοδουλής είχε καταρτίσει ήδη ολόκληρον αγκαλίδα, κ' επέστρεφε τρέχων προς τον ανεμόμυλον, εκεί όπου ίστατο περιμένουσα μετά του αδελφού της η Πολύμνια.