United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα πλήθος, όπως δεν το είχε ξαναδεί, γέμιζε την εκκλησία, το χώρο γύρω, το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Μια λιτανεία γύριζε συνέχεια γύρω από το ναό, σαν ερπετό κόκκινο και άσπρο, κίτρινο και μαύρο. Τα λάβαρα ανέμιζαν όμοια με μεγάλες πεταλούδες, και με τη μονότονη ψαλμωδία των προσκυνητών ενώνονταν άσματα της χορωδίας, κουδουνίσματα αλόγων σελωμένων για αγώνες, φωνές χαράς.

Τινές εκ του πλήθους είχον προτρέξει του πλοίου, και πλήθος ήδη ίστατο εις την όχθην όταν το πλοίον προσήγγισε προς αποβίβασιν, ενώ απωτέρω εφάνησαν αι πολυάριθμοι ομάδες των προσκυνητών διά το Πάσχα, οίτινες προσειλκύσθησαν έξω από τον δρόμον των υπό της αυξανούσης φήμης του αγνώστου προφήτου.

Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και επάνω εις τας φασκομηλέας άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά των, και μνηστευμέναι με τα λευκά των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο, ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά- Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις μίαν βαθείαν κόφαν.

Τα χείλη των πλουσίων προσκυνητών δυνατόν, να συνεστάλησαν μετά περιφρονήσεως προς την προσφοράν ταύτην, ήτις ήτο δυο λεπτά. Αλλ' ο Ιησούς ηυχαριστήθη από την ταπεινήν αυτοθυσίαν της χήρας. Ήτο η προσφορά αύτη ομοία με το ποτήριον ψυχρού ύδατος, το διδόμενον εξ αγάπης, και το οποίον εν τη βασιλεία του δεν θα μείνη αβράβευτον.

Ήταν ακόμη νωρίς∙ στον φωτεινό ουρανό του δειλινού ξεχώριζαν τα πρώτα αστέρια και πίσω από τον πυργίσκο του μπαλκονιού το λιόγερμα κοκκίνιζε σβήνοντας λίγο λίγο. Γαλήνη βασίλευε στο αυτοσχέδιο χωριό και οι νότες του ακορντεόν, οι φωνές και τα γέλια μέσα στις καλύβες των προσκυνητών έμοιαζε να έρχονται από μακριά.

Ο καύσων και ο κονιορτός ήτο τοσούτος την ημέραν εκείνην, ώστε κατά τους χρονογράφους αυτός ο Διάβολος και εντός ηγιασμένου ύδατος ήθελε λουσθή· τα δε πτώματα των ακρίδων, ων η πάλη εξηκολούθει εις τον αέρα, έτριζον απαισίως υπό τους πόδας των προσκυνητών και των υποζυγίων.

Καθώς επροχώρουν προς την Ιεριχώ, το πλήθος των προσκυνητών, εγίνετο επί μάλλον πυκνότερον περί Αυτόν.

Τούτον ηθέλησεν ο φθονερός πάντοτε δαίμων να καύση· και μεταμορφωθείς εις γραΐδιον προσήλθεν εις όμιλον προσκυνητών αναχωρούντων διά την πανήγυριν και μετά υποκριτικών κλαυθμών παρεκάλει να λάβουν διά τον ναόν του αγίου μικρόν λαδικόν πλήρες ελαίου, διότι αυτή ζαλίζεται, έλεγε μετά δακρύων, να πατήση εις πλοίον και να ταξειδεύση, νάχετε την ευχίτσα μου, έλεγε και έκλαιεν.

Ενταύθα έμελλε να χωρισθή από της μεγάλης συνοδίας των προσκυνητών, ων τινες θα μετέβαινον να τύχωσι της φιλοξενίας των φίλων των εν τη πόλει, και άλλοι, ως ποιούσι μέχρι της σήμερον, θα κατεσκεύαζον δι’ εαυτούς πρόχειρα στεγάσματα εν τη κοιλάδι των Κέδρων, και τας δυτικάς υπωρείας του Όρους των Ελαιών. Η ημέρα του Σαββάτου παρήλθεν εν ησυχία και την εσπέραν δείπνον εποίησαν Αυτώ.

Εν τη αυλή ταύτη του Ναού υπήρχον δεκατρία κιβώτια, όπου οι προσκυνηταί έρριπτον τας εισφοράς των, και οι ευπορώτεροι τούτων, έρριπτον χρυσόν, και άργυρον μετ' επιδείξεως. Ενώ ο Ιησούς εκάθητο εκεί το πλήθος των προσκυνητών εξηκολούθει να συρρέη. Υψώσας τους οφθαλμούς του είδε πτωχήν χήρα δειλώς ρίπτουσαν την μικράν εισφοράν της.