United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήδη, καθώς ο Ιησούς αφύπνιζε τους μαθητάς Του, τα ώτα Του είχον ακούσει πόρω την κλαγγήν των ξιφών, τον δούπον των βημάτων, τον θόρυβον του κινουμένου μετά προφυλάξεων πλήθους. Εγνώριζεν ό,τι τον επερίμενεν· εγνώριζεν ότι ο ερημικός κήπος ον ηγάπα, και τοσάκις είχε ποιήσει μακαρίαν αναστροφήν μετά των μαθητών Του, ήτο γνωστός εις τον προδότην.

Παρήλθον δέκα λεπτά της ώρας, και γενναίον πετροβόλημα άρχισε να δέρνη την στέγην, τας ξυλώσεις και τας δοκούς του αφατνώτου πατώματος της ερήμου οικίας. Πολλοί λίθοι με υπόκωφον δούπον, διερχόμενοι διά των δοκών, και άλλοι διά της θύρας, έπιπτον εις το έδαφος του ισογείου.

Δεν είχεν ακόμη αποκοιμηθή και ήκουσε δούπον έξωθεν της θύρας, ως βήματα ανθρώπου. Είτα ήκουσε λείον κρότον, ως να έξεε τις την θύραν με τους όνυχας, ή ως να προσεπάθει τις να εισαγάγη κλείδα εις την οπήν του κλείθρου, ψηλαφών εν τω σκότει. Μετά τούτο αντήχησε σφοδρότερος κρότος, ως εκ περιστροφής της κλειδός. Τέλος, μετά τινας στιγμάς, η θύρα ηνοίχθη...

Ημέραν τινά, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ο Βούργαρης, ένας αστείος χωρικός, τον επλησίασε με τρόπον και αιφνιδίως δι' όλης του της πνοής εξεφύσησε δούπον βροντώδη, πουφ! Ο δε Μανώλης, εκταραχθείς ως αίλουρος, ανεπήδησε και ετράπη εις φυγήν, ενώ κατόπιν αυτού οι χωρικοί ανεκάγχαζον και εκραύγαζον, όπως κατόπιν λαγού φεύγοντος και καταδιωκομένου υπό σκύλων: — Ου, μωρέ, πιάσ' τονε!

Και πράγματι, ως ήρχισεν η σκαπάνη να ξεκοιλιάζει μετά δούπον την γην και να στομούται πλήττουσα λίθους και χάλικας, προέβησαν εις το φως δίδυμοι τάφοι μετά κιτρίνων σκελετών, τις οίδε από ποίου λοιμού κατά τους παρελθόντας αιώνας εκεί θαμμένων, και μεταξύ αδελφωμένων κοκκάλων και χώματος, ευρέθησαν περί τα εκατόν ενετικά φλωρία.

Ο Τρέκλας δεν είχεν ακούσει ούτε τον μονότονον κρότον της σφύρας επί των λίθων, ούτε τον δούπον του πηδήματος του ικριοβάτου. Αλλά παραδόξως, φαίνεται, διότι τώρα μόλις είχεν εντελώς αφυπνισθή, ήκουσε τον άλλον τούτον κρότον, τον θρουν ον έκαμεν ο ξένος όπως κρύψη υπό το φύλλωμα τα εργαλεία του.

Όταν ο πρώτος χωροφύλαξ ώθησε την θύραν του οικίσκου, και είδε σκότος και σκιάν μέσα, ήκουσε τον κρότον του βορεινού παραθύρου ανοιγομένου, είδεν ακτίνας φωτός εκείθεν να εισδύωσι, κ' ευθύς έν μαύρον σώμα να φράττη τας ακτίνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένου, άμορφον, και ήκουσε τον ασθενή δούπον της πτώσεως.

Μετά τινα στιγμήν οι θεαταί οι πλησίον του στίβου ήκουσαν τον υπόκωφον δούπον θραυομένων οστών έπειτα το ζώον εκυλίσθη ως όγκος με στραγγαλισμένον τον τράχηλον, νεκρόν πλέον. Εν ριπή οφθαλμού ο γίγας έλυσε την κόρην από των κεράτων του ταύρου και την έλαβεν εις τους βραχίονάς του, έπειτα ήρχισε να πνευστιά ταχέως.