United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μυρίαι όψεις τον περιεκύκλωσανούτω διηγείτο κατόπινόψεις παραδόξως ωραίαι και παραδόξως δυσειδείς, κράμα τερατώδες νεάνιδος και γραίας, οφθαλμοί γλυκείς και άγριοι, λαμπροί κ' εσβεσμένοι, στόματα με οδόντας και χωρίς οδόντας, κεφαλαί με πτερά ταώνων, με λοφιάς τσαλαπετεινών, με παντοία κέρατα, σώματα ως γυναικών και σώματα ως κυνών, σατανάδες ανθρώπινοι, ενεδρεύοντες εν στιγμή τινι του βίου να συλλάβωσι την δύσποτμον λείαν των, την ριπτομένην υπό της τύχης εν τω μέσω του ορχουμένου θιάσου αυτών.

Και ο μεν τύραννος ικανώς ετιμωρήθη δι' όσα μας έχει κάμει, διότι ζων είδε τον υιόν του να προαποθάνη, έπειτα δε και αυτός ηναγκάσθη να γίνη παραδόξως τυραννοκτόνος του εαυτού του• ο δε υιός του εφονεύθη υπ' εμού, μ' εβοήθησε δε και μετά θάνατον εις άλλον φόνον• και όταν μεν έζη ελάμβανε μέρος εις τας αδικίας του πατρός του, όταν δε απέθανεν έγινε πατροκτόνος όπως ηδύνατο.

Όπως το διηγούνται, όσοι το έφθασαν, εν ηλικία όντες εις Αθήνας τω 1870, ο νεκρός του ενός των ληστών του Δηλεσίου, κομισθέντων εις Αθήνας κατά Μάιον, είχε το πρόσωπον παραδόξως φαιδρόν και γελαστόν.

Εγώ όμως δεν θα σας αφήσω, έκραξε. Διά πώλημα την είχατε τόσον καιρόν εδώ; Ο Θεός θα σας τιμωρήση...Και αν ο Θεός το δεχθή, εγώ δεν το δέχομαι... Ο Μάχτος είχεν αλλοιωθή όλος απαγγέλλων τας λέξεις ταύτας. Το όμμα του έλαμπε παραδόξως, και το ανάστημά του ωρθούτο στιβαρώς.

Κι αυτό το τοπείο ακόμα που παρατηρούσε ο Gorot ήταν, όπως το είπε ο ίδιος, απλή διανοητική του διάθεση· κ' εκείνες οι μεγάλες μορφές του Ελληνικού ή Αγγλικού δράματος, που μας φαίνονται σαν να κατέχουν πραγματική δική των υπόσταση, ξέχωρη από τους ποιητάς που τις εδημιούργησαν, είναι στην τελική τους ανάλυση οι ίδιοι οι ποιηταί όχι όπως ενόμιζαν πως ήταν, μα όπως ενόμιζαν πως δεν ήταν και με τέτοια σκέψη τέτοιοι παραδόξως για μια στιγμή κατάντησαν.

Μόνον την φωνήν της, ή μάλλον τον αρμονικόν της γέλωτα ήκουον από καιρού εις καιρόν, διά του παραπετάσματος της θύρας μου, οσάκις διήρχετο διά της αιθούσης. Ο γέλως της Μάσιγγας εξ αυτής της πρώτης στιγμής επροξένησεν εις την ακοήν μου παραδόξως ηδείαν εντύπωσιν. Ποτέ δεν ήκουσα νεάνιδα γελώσαν τόσον ευήχως, τόσον αρμονικώς.

Το μυστήριον, όπερ εξ ανάγκης περιέβαλλε τας σχέσεις των δύο κυριωτέρων προσώπων του διηγήματος τούτου, άκοντος εμού, ηλέκτρισε παραδόξως των αναγνωστών τινας. Τούτο τη αληθεία ουδόλως εκολάκευσε την ημετέραν φιλαυτίαν, ως λογογράφου. Νομίζομεν ότι η ύπαρξις της περιεργείας είνε τεκμήριον της ελλείψεως παντός διαφέροντος. Πλανώνται δε οι συγχέοντες τα δύο ταύτα όλως διάφορα πράγματα.

Αλλ' ο Φάλκος, παραδόξως, μέσα εις τον φόβον του εγέλασε. — Αν είναι στοιχειό, είπε, θα μοιάζη με τον εξάδελφό μου το Σταμάτη . . . Τω όντι είχεν αναγνωρίσει την φωνήν και τον γέλωτα του ομήλικος εξαδέλφου του. — Βρε παιδί, παλάβωσες, θα τους σκιάξης . . . θα κοπή το αίμα τους, απήντησε φωνή έξωθεν εις τον ακουσθέντα καγχασμόν. Δεύτερος γέλως αντήχησεν, είτα δροσερά, νεανική φωνή είπε·

Μήπως θέλεις να περιμείνωμεν το μέρισμα; προσέθηκε παραδόξως μειδιών, — Δεν λέγω διά μέρισμα, αλλά . . . τέλος πάντων ημπορεί ν' αναιβούν ακόμη. — Δεν υπάρχει πλέον λόγος να υψωθούν, παρετήρησε μετά τραπεζικής εμβριθείας ο οικοδεσπότης· η υπογραφή της συμβάσεως έγεινε γνωστή, και η υπερτίμησις έφθασεν εις τον ανώτατον όρον της.

Ήτο δύσκολον να περάση ημέρα χωρίς να την ίδη μίαν φοράν τουλάχιστον και άλλος προσεκτικώτερος του Μανώλη θα έφθανεν εκ τούτου εις το συμπέρασμα ότι η χήρα επεδίωκε την συνάντησίν του. Αλλ' ενώ κατά τας άλλας ημέρας η συνάντησις εκείνη δεν δυσηρέστει τον Μανώλην, την ημέραν εκείνην τον ανησύχησε. Παραδόξως όμως η Καλιώ δεν εφαίνετο θυμωμένη. — Ως πού, Μανωλιό; τον ηρώτησεν.