United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσον ήτο γαληνιαία, θερμή και βαρεία η ατμοσφαίρα του θερινού εκείνου μεσονυκτίου και τόσον η γυναίκα αυτή διετήρει την ακαμψίαν αγάλματος. Αλλά, πράγμα παράδοξον, δεν χαμηλώνει τα μεγάλα φωτεινά της μάτια προς τον τάφον, εν ώ κείται σπαργανωμένη η μόνη της ελπίς. Τα στρέφει προς μίαν διεύθυνσιν παραδόξως διάφορον.

Σωκράτης. Το γνωρίζω αγαπητέ μου φίλε. Ένα πράγμα όμως συμβαίνει εις αυτούς, δηλαδή αν γίνη ανάγκη ατομικώς να δώσουν και να λάβουν τον λόγον δι' εκείνους τους οποίους κατακρίνουν και δεχθούν αξιοπρεπώς να υπομείνουν πολύν χρόνον και να μη φύγουν ανάνδρως, τότε παραδόξως, φίλε μου, εις το τέλος δεν αρέσουν οι ίδιοι τον εαυτόν των, δι' όσα λέγουν, και όλη των εκείνη η ρητορική μαραίνεται, ώστε να μην έχουν καμμίαν διαφοράν από μικρά παιδιά.

Όσον διά την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε, τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το «Σχολειό της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη ευρών άλλο πρόχειρον παρθεναγωγείον ίνα την εισαγάγη. Και άλλα ακόμη θα κατώρθωνε, διότι η βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα «μέραις απ' το θεό» διά να ζήση. Δυστυχώς και παρ' ελπίδα διελύθη τον τέταρτον μήνα της Γ' συνόδου άγουσα.

Ο θάνατος του Γέροντος δεν επέτρεψε να συμπληρωθή το Ευκτήριον εις τακτικόν ναόν. Ο Παπά-Ιερεμίας 80 ετών γέρων, με λευκήν κόμην και λευκόν πώγωνα ως τολύπην βάμβακος, απήγγελλε τας ευχάς με το αυστηρόν εκείνο και πένθιμον ύφος του, όπερ όμως παραδόξως εγέννα εν τη καρδία μαλακά και πραέα αισθήματα παρηγορίας κ' ελπίδος.

Η εκδρομή των είνε είδος τι περιπάτου, είδος τι α λ ε π ο ύ ς, της οποίας η σύλληψις γίνεται πολλάκις παραδόξως εις το ζαχαροπλαστείον του Γιαννάκη, είδος τι προσκυνήματος εις τας προθήκας των εμπορικών, ων η εξωτερική λατρεία, ελκύει μεν ως επί το πολύ τας ευλαβεστέρας και εις τα ενδότερα του τεμένους, αλλ' όχι πάντοτε και εις απόθεσιν του οβολού των εις τον κορβανάν των ιερέων του Ερμού.

Όταν πάλι ο Σαίξπηρ παίρνη την ιστορία από τον δέκατον τέταρτον ως τον δέκατον έκτον αιώνα είναι θαυμαστόν πόσον προσέχει τα γεγονότα του να είναι όλως διόλου σωστάπράγματι ακολουθεί τον Holinshed παραδόξως πιστά.

Αντικρύ εις το πελώριον κτίριον, το Κελλί του Παππά-Ιερεμία, δύο ή τρία σκυλιά μ' εγαύγισαν, αλλ' όταν επάτησα επί του οροπεδίου, όπου είνε ο ναΐσκος του προφήτου, παραδόξως εσιώπησαν κ' εκρύβησαν εις δύο ή τρεις καλύβας, όπου εφαίνοντο ανάμεσα εις τους κήπους. Ψυχήν δεν είχα συναντήσει.

Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες παρέτεινε την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων. Της έκαμνε κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και σιωπηλαί. Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις κανέν παράθυρον. Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να τρέμη.

Την ώραν που είχε πηδήσει ο Μούτρος από την καταρρακτήν, παραδόξως είχεν ενθυμηθήίσως διότι είχε ξεμεθύσει ήδη από τα συμβάντα, ή είχε «ξεμουστώσει», όπως θα έλεγεν ο ίδιοςείχεν ενθυμηθή, λέγω, ότι, αφού εμαχαίρωσε την αδελφήν του η μάχαιρα του έπεσεν από την χείρα, και έκειτο εις το πάτωμα.

Και του ήρχετο ηρέμα και γλυκά εις την ανάμνησιν η ωραία παπαδοπούλα, η οποία ζώσα επεριποιείτο το εξωκκλήσιον. Και παραδόξως ήρχισε να μη αισθάνεται πλέον την παλαιάν θλίψιν. Ο πόνος εις την καρδίαν του εγένετο γλυκύς και τα δάκρυα οπού εσχηματίζοντο εις τα μάτια του δεν ήσαν θολά πλέον, αλλά στιλπνά και λαμπρά ως αδάμαντες, εκείνα που ονομάζουν οι ασκηταί χαρμολύπης δάκρυα.