Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Αιωνίως λάμπουν νωπά και χλοερά, εν τη βασιλεία των ουρανών, σαν της μουρτιαίς 'ς της Μαμμούς το ρέμα· Και απήγγελλε μεγαλοπρεπώς το του ψαλμού: — «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι!» Εσιώπα μικρόν. Και βλέπων με το ιλαρόν βλέμμα του είτα την γραίαν, και υψών την φωνήν του, ως εάν ελάλει προς κωφόν, επανέλεγε: — Τ' ακούς, γρηά-Κυρατσού;
Την ιδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελλε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ' εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του.
Έτι δυστυχέστερος του αυτού Ζαχαρίου, εγίνωσκε μεν ναναγινώσκη τας Ώρας και τας ευχάς, ήτο, καθώς λέγει ο Ραβελαί, «λαμπρός ξεχαλινωτής των λειτουργιών και ξελασπωτής των παννυχίδων», αλλά τόσον μόνον και ουδέν πλέον. Να γράφη δεν είξευρε. Και πάλιν είνε αμφίβολον αν, ότε έλεγε τας Ώρας, τας ανεγίνωσκεν έσωθεν, ή μάλλον εκ μνήμης απήγγελλε τους ψαλμούς, και ας έβλεπεν εντός του βιβλίου.
Ο μάγος με παρέλαβε και κατ' αρχάς μεν επί είκοσι εννέα ημέρας, αρχίσας από την νέαν σελήνην, με έλουε• κατά την αυγήν με ωδήγει εις τον Ευφράτην, όταν δε ανέτελλεν ο ήλιος μου απήγγελλε λόγια τα οποία μου ήσαν ακατάληπτα• όπως οι αμαθείς κήρυκες των αγώνων, έλεγε τους λόγους του βιαστικούς και ακατανοήτους• ηδύνατό τις όμως να μαντεύση ότι κάποιους θεούς επεκαλείτο.
Ο θάνατος του Γέροντος δεν επέτρεψε να συμπληρωθή το Ευκτήριον εις τακτικόν ναόν. Ο Παπά-Ιερεμίας 80 ετών γέρων, με λευκήν κόμην και λευκόν πώγωνα ως τολύπην βάμβακος, απήγγελλε τας ευχάς με το αυστηρόν εκείνο και πένθιμον ύφος του, όπερ όμως παραδόξως εγέννα εν τη καρδία μαλακά και πραέα αισθήματα παρηγορίας κ' ελπίδος.
Ο Δισνυσόδωρος ο ρήτωρ απήγγελλε μέρη των λόγων του και εχειροκροτείτο υπό των υπηρετών, οίτινες εστέκοντο όπισθέν του• ο δε Ιστιαίος, ο οποίος κατείχε την τελευταίαν θέσιν απήγγελλε ποιήματα, αναμιγνύων στίχους του Πινδάρου, του Ησιόδου και του Ανακρέοντος και σχηματίζων εξ όλων αυτών ποίημα αστειότατον, εις το οποίον ως να προέβλεπε τα μέλλοντα να συμβούν έλεγε• Συν δ' έβαλον ρινούς και
Εγέλων όμως και ούτοι μετά των άλλων, ότε ο Κ. Πλατέας, ανυψών την κεφαλήν, απήγγελλε μεγαλοπρεπώς εν μέσω της κοινής ομιλίας τους ηχηρούς εξαμέτρους του Ομήρου. Ότε οι δύο φίλοι επλησίασαν προς αλλήλους, ο Κ. Πλατέας έθλιψε περιχαρής την χείρα του σωτήρος του και εστάθη απέναντί του.
Είτα είδε τον απαίσιον εκείνον άνθρωπον ιστάμενον ενώπιον του όρθιον, με εσταυρωμένας τας χείρας υψούντα προς τον ουρανόν το βλέμμα, ως να απήγγελλε δέησιν... δέησιν υπέρ της ψυχής του θύματος, όπερ είχε προπέμψει αρτίως εις την αιωνιότητα. Έστρεφε δε τα νώτα προς τον Βράγγην.
Ενώ δ' απήγγελλε τον στίχον τούτον, έβλεπε διά της φαντασίας ενώπιόν του την νύμφην, ήτις προ ετών πολλών του επροξενολογήθη, καθώς την επανείδε πέρυσιν, ότε επεσκέφθη την πατρίδα του, με πρωίμους λευκάς τρίχας και ρυτίδας εν τω μέσω μικράς αγέλης τέκνων φωναζόντων, παιζόντων και εριζόντων. — Δόξα τω Θεώ, εξηκολούθησε, σκεπτόμενος μεγαλοφώνως, δεν τα έχω εγώ εις βάρος μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν