United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ δ' απήγγελλε τον στίχον τούτον, έβλεπε διά της φαντασίας ενώπιόν του την νύμφην, ήτις προ ετών πολλών του επροξενολογήθη, καθώς την επανείδε πέρυσιν, ότε επεσκέφθη την πατρίδα του, με πρωίμους λευκάς τρίχας και ρυτίδας εν τω μέσω μικράς αγέλης τέκνων φωναζόντων, παιζόντων και εριζόντων. — Δόξα τω Θεώ, εξηκολούθησε, σκεπτόμενος μεγαλοφώνως, δεν τα έχω εγώ εις βάρος μου.

Επίσης την στιγμήν εκείνην ανεσκάλευε και τα μεγάλα κηρία, τα δεκάλεπτα, μη τυχόν και δεν τα ίδωσιν. Οι άνθρωποι εστράφησαν όλοι προς το παγκάριον. Ο δεξιός ψάλτης καταπτοηθείς εκ της απροσδοκήτου εμφανίσεως των ξένων κυριών έχασε τον στίχον και τον ρυθμόν, ο δε αριστερός θελήσας να υψώση επιδεικτικώς την φωνήν του έκαμε μίαν αηδεστάτην παραφωνίαν, κινήσασαν το μειδίαμα της νεωτέρας των κυριών.

Ο Ισοκράτης έγραψεν εις ηλικίαν ενενήκοντα έξ ετών τον πανηγυρικόν του• ήτο δε ενενήκοντα εννέα ετών ότε μαθών ότι οι Αθηναίοι ενικήθησαν υπό του Φιλίππου εις την μάχην της Χαιρωνείας, και λυπηθείς υπερβολικά, είπε τον στίχον του Ευριπίδου• Σιδώνιόν ποτ' άστυ Κάδμος εκλιπών , τον οποίον προσήρμοζεν εις τον εαυτόν του• προειπών δε ότι η Ελλάς θα υπεδουλούτο, απέθανεν.

Επιβλητικόν! Όλον μεγάλας λέξεις μου λέγεις! Τώρα θα μου απαγγείλης και κανένα στίχον του Ομήρου. — Άκουσέ με, επανέλαβεν ο Λιάκος μεταβαλών ύφος. Κ' εγώ κατά πρώτον εθεώρησα το πράγμα καθώς συ. Αλλ' αφού εσκέφθην καλλίτερα, επείσθην ότι η πρώτη μου εντύπωσις δεν ήτο η ορθή.

Παρεδέχθημεν λοιπόν ότι αυτή θα είναι προφανώς η επιστήμη που ζητούμεν και η αιτία της αληθούς ευδαιμονίας της πολιτείας και ότι, με μίαν λέξιν, κατά τον στίχον του Αισχύλου, αυτή μόνη κάθηται εις την πρύμνην της πόλεως με το πηδάλιον εις τας χείρας και διευθύνει και κυβερνά το παν προς κοινήν όλων ωφέλειαν. Κρίτων Και δεν ήτο τάχα ορθή η ιδέα σας, Σωκράτη;

Πολλάκις τα λαγκάδια αντελάλουν από τας φωνάς του, εις τας οποίας επροσπάθει να δώση ρυθμόν άσματος. Αλλ' από τα τραγούδια τα οποία είχεν ακούσει μόνον ένα στίχον διετήρει η μνήμη του και αυτόν επανελάμβανε με το στερεότυπον προανάκρουσμα: «Αι! αμάν, αμάνΔυο μπάλλες συρμαλίδικες θα βάλω στο τουφέκι ... .. Αλλά και άλλη μεταβολή επήλθεν εις την ψυχήν του.

Επήρα κ' εγώ την &πηρέτρα& και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου. &Πηρέτρα& ή &υπηρέτρα& ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ ούτος τη έδιδε. Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά της τραχείας και μονοτόνου φωνής του : Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νειάτα! . . . και δεν έλεγεν άλλον στίχον.

Έλεγεν ένα στίχον ο Μέλτος ο Μισακός, κ' εσιώπα κατά το έθος των Δωδεκανήσων, αναμένων να τον επαναλάβη τώρα, μόνη της, από μέσα από τα παθητικά σπλάχνα της, μετά πόνου, η χρυσοκέντητος Μαριγούλα , ως κλαύμα πάντοτε, ως παράπονον πάντοτε.

Θα ηδύνατο ν' ανακράξη τότε με τον στίχον του Δαυίδ, «Και υπέμεινα συλλυπούμενον, και ουχ υπήρξε, και παρακαλούντας, και ουχ εύρον».

Έκυπτεν εκεί ακίνητος, ως να εχειροτονείτο, απορροφώσα με ιεράν ηδονήν την από των ευλογημένων αμφίων εκπεμπομένην μυστικήν ευωδίαν, κ' επιλέγουσα εις έκαστον στίχον του ιερέως το Αμήν.