United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μεγαλείτερα και θορυβωδέστερα των παιδίων είχον αποσταλή εις την μάμμην των, η Μαριώ εσάρονε την αυλήν και συνήγεν από των φωλεών των ορνίθων της τα νωπά των ωά, ο δε Δημήτρης, καθήμενος προ της θύρας εκάπνιζε σιωπηλός αλλεπάλληλα σιγάρα κ' έξεεν επιμόνως διά της αριστεράς του χειρός τον αξύριστον αυτού πώγωνα.

Όλην την ώρα το πρόσωπό της είναι σοβαρό, μα κ' ευτυχισμένο και φωτεινό και πρι να σηκωθή, φιλεί το χώμα κάτω από τα πόδια της κ' έπειτα στέκει και ρίχνει μια ματιά στο μνήμα. Ολάκερο δάσος από φυτά ανθεί σε γλάστρες γύρω στο μνήμα και νωπά λουλούδια είναι απάνω στο ύψωμα.

Ευθυτενής, βαδίζει με τα χέρια συνήθως εντός των θυλακίων του τριμμένου, του πολλά και διάφορα ιδόντος και δοκιμάσαντος πανταλονίου του. Το αληθές είνε ότι και το σακκάκι του δεν έχει με τι να καυχηθή, θα είχε δε τουναντίον πολλά τα δραματικά να ιστορήση, αν είχε στόμα. Μόνον ο κολλάρος και ο λαιμοδέτης του είνε νωπά πάντοτε και ανεπιλήπτου λευκότητος.

Μερόνυχτα κλεισμένος στο δωμάτιό του ξεφύλλιζε τα προγονικά κειμήλια και άναβε σαν το σίδερο στη φωτιά. Οι άνθρωποι που μνημονεύονταν εκεί μέσα, οι άθλοι που τραγουδιόνταν, του θάμπωσαν λίγολίγο το νου. Τον έκαμαν να ξεχάση τα νωπά κατορθώματα του πατέρα του και τον ίδιον τον πατέρα του. Μόλις που τολμούσε να μολογήση πως ήτανε γιος του.

Μια τουφεκιά ξανάμακρα από τη ράχη που βλέπεις κεικάτω· είπ' ο Γέρο-Σειστής, δείχνοντας με της βίτσας του την άκρη μιαν από τις προσηλιακές γυμνόραχες του Πενταδάχτυλου, όπου άρχιζε να ξεδιπλώνεται κήπος μαγικός της Σπάρτης ο καταπράσινος κάμπος. Τη μια φορά στο ρέμα της σπηλιάς το νερό μαζί με τους αφρούς, έλεγαν, εκύλησε κάτω νωπά αγριολούλουδα. Άλλοτε εξέβρασε ολόλεφκα κόκαλα, ξασπρισμένα.

Διότι, ναι μεν, από χώμα έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον, από χώμα βαρύ και υγρόν, αλλ' εστέγνωσεν έπειτα τον πηλόν εις τον ήλιον, και η ζύμη διατηρεί της ζωογόνου ακτίνος την θέρμην. Την νύκτα εκείνην δεν εφιλοσόφουν ούτω. Δεν είχα εισέτι της ζωής την πείραν, τα δε παθήματα ήσαν νωπά.

Ο βάρβαρος θα σε γελάση και θα σε βρίση, όμως στον γλυστερό πηλό θε να πατήση όταν εσένα ο αστράγαλός σου θάνε από χαλκό. Θα σηκώσης τον Λυαίο και θα τον σκάσης κάτω σαν ασκό. Των μπράτσων του τα νεύρα θα λυθούνε. 'Μέρα χαρωπή! Η δόξα του Χριστού μας θάν' μεγάλη κι' ιστορική θα μείνη τούτ' η πάλη. Τότε τα μάτια σου πειο χαρωπά από τα κεράσια τα νωπά θα λάμψουν.