United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο λαιμό του, κρεμότανε από μια χρυσή αλυσσιδίτσα ένα κουδουνάκι, που τόσο χαρωπά, καθαρά, και γλυκά χτυπούσε, ώστε ακούγοντάς το, η καρδιά του Τριστάνου μαλάκωσε, εγλυκάθη, κι' ο πόνος του έλυωσε. Δε θυμώτανε πεια καμμιά από της πίκρες και της δυστυχίες που είχε υποφέρει για τη Βασίλισσα.

Γύρω μου να στέκουν μούτρα χαρωπά, όχι σκέπαις, μαύρα, και κραυγαί οδύνης, να μην έλθη ράσο και για 'με παπά, κι' ούτ' ο Αναγνώστης της Αγιάς Ειρήνης. Να με παν οι φίλοι έξω 'στα θυμάρια με κρασί και μπύρα όλοι των κουρούνα, και αντί παπάδων θλιβερά τροπάρια την &Μασκότ& να ψάλλουν και την &Παπαρούνα&.

Ακούγοντας τη φωνή του, ο Χουσδάν, τραβάει την αλυσσίδα του από τα χέρια της Βραγγίνας, τρέχει στον κύριό του, κυλιέται στα πόδια του, λείχει τα χέρια του, γαυγίζει χαρωπά. «Χουσδάν, φωνάζει ο τρελλός, ευλογημένος νάναι ο κόπος που έκανα για να σ' αναστήσω. Με δέχτηκες πειο καλά παρά εκείνη που τόσο αγαπούσα. Εκείνη δε θέλει να μαναγνωρίση.

Καμμιά άλλη επιθυμία δεν είχε πεια στην καρδιά του. Έπειτ' από λίγο είπε και τον πήγαν στην ακτή του Πέμμαρχ, κι' όσο ήταν ο ήλιος στον ουρανό, κύτταζε μακρυά στη θάλασσα. Ακούστε, Άρχοντες, μια θλιβερή ιστορία, που θα κάνη να κλάψουν όσους αγαπούν. Η Ιζόλδη πλησίαζε κι' όλα. Η ακτή του Πέμμαρχ φαινότανε μακρυά, και πειο χαρωπά αρμένιζε το καράβι. Ξαφνικά άνεμος καταιγίδας σηκώνεται.

Που είχαν σε κάθε βελονιά σπειρί μαργαριτάρι, Και γύρα γύρα στους σταυρούς των στεφανιών με χάρη Χίλια αγγελούδια φτερωτά, που βάσταε το καθένα Με το δεξί το χέρι του κι’ ένα χρυσό στεφάνι... Κι’ ανάμεσα στα χαρωπά του γάμου τα στεφάνια Δυο δαχτυλίδια ολόχρυσα με διαμαντένιες πέτρες Και μες στες πέτρες έλαμπαν αγκαλιαστά με χάρη Ο Ήλιος ο χρυσάχτιδος και το λαμπρό Φεγγάρι.

Σε τρία, σε τέσσερα ξεβιδωμένο το κορμί της. Λυμένη όλη· όλη ξεκλειδωμένη. Σαν κούκλα, που της σφίγκουν τάψυχα στηθάκια της, και λυέται όλη, και κουνιέται όλη, και παίζουν χαρωπά τα παιδάκια. Έπαβε τόρα να τραντάζη νεβρικά, να κουνιέται άσεμνα. Εστριφογύριζε στον τόπο της μια καρτέλα. Έπαιρνε στριφογυρίζοντας με ψιλή, γαργαλιστική φωνή του σκοπού που εχόρεβε το γοργογύρισμα·

Γιατί αυτή ήταν η θαυματουργική δύναμι του κουδουνιού: η καρδιά σαν το άκουγε να κουδουνίζη τόσο γλυκά, τόσο χαρωπά, τόσο καθαρά, ξεχνούσε κάθε πόνο.