United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Φρουμέντιος, κατεχόμενος υπό αδιηγήτου ηδονής, δεν ήξευρε τίνα των αγίων διά την αιφνιδίαν εκείνην μεταβολήν να ευχαριστήση, διότι πάντας εν τη απελπισία του τους είχεν επικαλεσθή, άυπνος δε ων προ πολλού απεκοιμήθη τέλος επί του γλυκυτάτου εκείνου προσκεφαλαίου, εις όλους υποσχόμενος τροπάρια και κηρία.

Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε τα &Ειρηνικά&. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το &Αναστάσεως ημέρα& και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν του.

Προτιμητέα πάλιν είναι η ιλαρά και αμέριμνος ευσέβεια των καλών εκείνων χριστιανών, οίτινες ψάλλοντες τροπάρια εις τους Αγίους και τρώγοντες οκταπόδια την Παρασκευήν περιμένουσιν αμερίμνως τας απολαύσεις του Παραδείσου. Πολλοί θέλοντες να επιδείξουσι πνεύματος υπεροχήν ταλανίζουσι τους μακαρίους τούτους θνητούς, αλλ’ εγώ ζηλεύω την γαλήνην της ψυχής των και το εύχρουν της παρειάς αυτών.

Εδώ είσαι, μπάρμπ’-Αλέξανδρε; — Εδώ. Μοναχός σου ήρθες; πού είνε η παρέα σου; — Μ' εγέλασε . . . Μην τα ρωτάς, μπάρμπ’-Αλέξανδρε. Όσα τροπάρια είξερακαι ξέρω πολλά ολίγαόλα τα είπα στον δρόμον. — Γιατί; φοβήθηκες; — Κρότιζε ο τόπος. Εσένα δεν σ' έμελε; — Όχι τόσο. Απ' του Βαραντά ήρθες; — Απ' το Πετράλωνο. Εσύ απ' του Βαραντά; — Ναι. — Δεν εφοβήθηκες, εκεί στο ρέμμα;

Και γράμματα τον έμαθε και καλλιγραφία και τρόπους και φερσίματα και καβάλλα και κυνήγι, τέλος και τροπάρια να ψέλνη και να νηστεύη· χαρακτήρα όμως γερό αντρίκιο μήτ' αυτά μήτ' άλλα τόσα δεν μπορούσανε να του φυτέψουν.

Γύρω μου να στέκουν μούτρα χαρωπά, όχι σκέπαις, μαύρα, και κραυγαί οδύνης, να μην έλθη ράσο και για 'με παπά, κι' ούτ' ο Αναγνώστης της Αγιάς Ειρήνης. Να με παν οι φίλοι έξω 'στα θυμάρια με κρασί και μπύρα όλοι των κουρούνα, και αντί παπάδων θλιβερά τροπάρια την &Μασκότ& να ψάλλουν και την &Παπαρούνα&.

Οι ποιμένες ασπασθέντες του Χριστού την Εικόνα εξήλθον πάλιν επαναλαμβάνοντες: — Χριστούγεννα, παιδί μου, Χριστούγεννα! Ρίξε το ρίζι να γείνη ο τζουρβάς· και πάρε την λύρα σου να πης το τραγούδι· τροπάρια δεν ξέρουμε.

Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα, ανήμερα των Ταξιαρχώνστην Αθήνα. Ο παπάς γιόρταζε και είχανε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήτανε πια κοπέλλα, ούτε νέα καλάκαλά. Είχε πατήσει τα τριάντα. Αφού φάγανε και ήπιανε, αρχίσανε την ψαλτική, τα τροπάρια. Άλλο τραγούδι δεν ήθελε ο παπάς στο σπίτι.. Πότε περάσανε τριάντα χρόνια!

Οι οφθαλμοί αυτών εσπινθηροβόλουν ως οι του Χάρωνος, εκ δε του στόματος εξήρχοντο άναρθροι μόνον ήχοι, βλασφημίαι και επικλήσεις εις την Παρθένον, τροπάρια και άσματα βακχικά.

Η θειά το Μαλαμώ είχεν αποκοιμηθή δις ήδη υπό την πρύμνην, όπου έσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδήλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κυρ-Αλεξανδρής είχε πάρει δύο τροπάρια παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς αύτη εκινείτο ευρύθμως ως βρεφικόν λίκνον.