United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο Δον Ζουάν εις των Σκυθών τα χώματα επάτει, μα ήτο ευνοούμενος σοφής Αυτοκρατείρας, εχόρταινε τον έρωτα 'στης Μόσχας το παλάτι, και της Αικατερίνης του εφόρει τας πορφύρας. Ω! πόσον, φίλε Δον Ζουάν, την τύχη σου ζηλεύω! ας εύρω έρωτας κι' εγώ σ' αυτή την ερημιά. . . είπα και άρχισα παντού γυναίκας να γυρεύω, και μετά χίλια βάσανα τα έψησα με μια.

ΧΟΡΟΣ Μα οι στεναγμοί νεκρό δεν ανασταίνουν. ΧΟΡΟΣ Είναι πολύ σκληρόν να μην ξαναντικρύσης μίας γυναίκας πρόσωπον που τόσον αγαπούσες. ΑΔΜΗΤΟΣ Μου εθύμισες τον πόνο που ξεσχίζει την καρδιά μου. Δεν είναι άλλη συμφορά στον κόσμο πιο μεγάλη παρά να χάση την πιστή γυναίκα του. Στο σπίτι γυναίκα μου καλλίτερα να μην την είχα φέρει. Ζηλεύω τους ανθρώπους που δεν έχουνε γυναίκα ούτε παιδιά.

Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω τη ζωή σας, Την απλοϊκή σας τη ζωή, πώχει περίσσιες χάρες. Μα πλιο πολύ τον μαγικό ζηλεύω γυρισμό σας, Όντας η μέρα σώνεται και βασιλεύει ο ήλιος.

Αναμασσούσα τας σκέψεις μου, ότι αυτό δεν ήτο καθόλου εν τάξειαλλά και πολλά άλλα δεν είνε εν τάξει. Μπορεί εσένα να σε κρατάνετο στήθος και να πηγαίνης μέσατην άμαξα. Χαλάλι σου! δεν σε ζηλεύω. Εγώ δεν μπορώ να το κατορθώσω· δεν το ημπόρεσα ούτε με γαυγίσματα ούτε με ουρλιάσματα

Ο Λογιότατος, συντροφευμένος με τους συλλογισμούς του, ετράβαγε καπνό χωρίς να βγάλη λόγο, και με το κεφάλι σκυφτό για κάμποσην ώραν. Μόνε συκώνοντας τέλος πάτων τα μάτια προς τον Γέροντα, πρέπει να ζης πολύ ευτυχισμένος, του λέγει. παρατηρώ σε όλα σου μίαν ησυχίαν ψυχής, οπού αποδείχνει να μη σ' ενοχλάη κανένα ενάντιο· εγώ σε ζηλεύω.

Η Χριστίνα δεν έκαμεν άλλο παρά να ετοιμάζεται όλην την ημέραν, να κουράζεται όλην την νύκτα και να ξεκουράζεται την επομένην· ούτ' εγώ άλλο τίποτε παρά να την συνοδεύω, ν' αγρυπνώ, ν' ανησυχώ, να ζηλεύω, να κατασκοπεύω και να βλέπω εις τον ύπνον μου τον Ήφαιστον, τον Μενέλαον και τον Βιτούρην. Ούτος εξηκολούθει να συχνοδιαβαίνη από τα παράθυρά μας.

ΝΟΤ. Σε ζηλεύω, ευτυχή Ζέφυρε, δι' όσα είδες, καθ' ον καιρόν εγώ έβλεπα γρύπας και ελέφαντας και μαύρους ανθρώπους &ΧαιρεφώνΣωκράτης& ΧΑΙΡ. Τι φωνή είνε αύτη, ω Σώκρατες, που ήλθε μακρόθεν από τα παράλια και το ακρωτήριον εκείνο; Πολύ ευχάριστον άκουσμα. Τι είδους ζώον άρά γε να είνε αυτό που φωνάζει; Διότι τα διαιτώμενα εις τα ύδατα ζώα είνε άφωνα.

Ζηλεύω τους πεθαμμένους, και ήθελα να ήμουνα μαζί τους. Δεν θέλω ούτε την αυγή να βλέπω πια, μα ούτε στη γη απάνω να πατώ· τόσω αγαπούσα εκείνην που μ' άρπαξεν ο θάνατος στον Άδη να την δώση. ΧΟΡΟΣ Προχώρησε, προχώρησε. Πήγαινε μέσ' στο σπίτι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο!.... ΧΟΡΟΣ Ο πόνος σου τους στεναγμούς αξίζει. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ Ξέρω στην οδύνην σου πως είσαι βυθισμένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο.....

Αχ, εις εσάς τας μελλούσας γενεάς, τους μέλλοντας συγγραφείς, που όταν σας συλλογισθώκαι σας συλλογίζομαι συχνά, μα τη δυστυχία μουανεβαίνει το αίματο κεφάλι μου, που σας ζηλεύω και σας μισώ συγχρόνως, ηξεύρω πώς θα σας φανούν τα ιδικά μας έργα· χειρότερα απ' ότι φαίνονται σ' εμάς του Μπερτολδίνου και του Γαϊδάρου οι φυλλάδες. Αλλ' αν μας κρίνετε απ' αυτά πολύ θα μας αδικήσετε.

Διασκεδάζουν . . . . δεν κάμνουν κακόν. Τι σε πειράζουν; — Με ανησυχούν. . . . τι άλλο θέλεις να με πειράξουν; απήντησεν εκείνος, αναγινώσκων πάντοτε. — Εγώ τους ζηλεύω, να σου ειπώ, υπέλαβε μετά μικρόν η κυρία Μαρή, πλησιάζουσα εις τον σύζυγόν της και θωπεύουσα ηρέμα τον επί της εφημερίδος κύπτοντα τράχηλόν του. — Τι σου ήλθεν; είπεν εκείνος αναβλέπων.