United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ενθυμείσαι ότι πρώτη εγώ καθήμενη εις τα γόνατα σου σ' εφίλουν και σ' εθώπευα ως και συ εμέ ; Και μοι έλεγες: — «Άραγε θ’ αξιωθώ να να σε ιδώ ποτέ, κόρη μου, ευτυχή ευτυχούς ανδρός σύζυγος πλήρη ζωής και ακμής, επαξίως της καταγωγής σου;» — Εγώ δε πάλιν θωπεύουσα την γενειάδα σου, ως και τώρα, διά της χειρός μου έλεγον:— «Κ’ εγώ θα σε υποδεχθώ άραγε ποτέ, γέροντα πλέον, πατέρα μου, εις την οικίαν μου, και θα σοι αποδώτω ευγνώμων τους τόσους κόπους, τους οποίους κατέβαλες, διά να με αναθρέψης; » Εγώ τα ενθυμούμαι όλα αυτά, αλλά συ τα ελησμόνησας, αφού θέλεις να με θανατώσης.

Κιάν ερχόντανε είντα θάκανε; Η Πηγή ήναπτε κέσβυνεν από την εντροπήν της, η δε Ρηγινιώ, διά να της δώση καιρόν να συνέλθη και να διευθετήση τα ενδύματα και τα μαλλιά της, επλησίασεν εις το παράθυρον και εστάθη αποθαυμάζουσα τα άνθη των γλαστρών θωπεύουσα δε ένα βασιλικόν και οσφραινομένη το άρωμά του, έλεγε: — Χαρώ τονε πως μυρίζει τούτοσές ο σγουρός βασιλικός!

Ηγέρθη, εκάθισε πάλιν, και πάλιν ηγέρθη, και ήρχισε να περιτρέχη τον περίκοσμον αυτής κοιτώνα, οτέ μεν προσηλούσα γοητευμένον το βλέμμα της εις των τοίχων τας γραφάς, οτέ δε θωπεύουσα και ψηλαφώσα τα τρίχαπτα παραπετάσματα, και πού μεν κατοπτριζομένη εις τα επί των τοίχων προσηλωμένα μεγάλα αργυρά κάτοπτρα, πού δε δροσίζουσα την εξημμένην της μορφήν διά των εκ πτερών ταώ ριπίδων, ας εύρισκεν επί των κύκλω ανακλίντρων.

Διασκεδάζουν . . . . δεν κάμνουν κακόν. Τι σε πειράζουν; — Με ανησυχούν. . . . τι άλλο θέλεις να με πειράξουν; απήντησεν εκείνος, αναγινώσκων πάντοτε. — Εγώ τους ζηλεύω, να σου ειπώ, υπέλαβε μετά μικρόν η κυρία Μαρή, πλησιάζουσα εις τον σύζυγόν της και θωπεύουσα ηρέμα τον επί της εφημερίδος κύπτοντα τράχηλόν του. — Τι σου ήλθεν; είπεν εκείνος αναβλέπων.

Ενίοτε από υψηλόν τινα θάμνον κατέπιπτε μετά τριγμού και κρότου, αποσπωμένη από τα κλαδία, τολύπη τις χιόνος, θωπεύουσα δροσιστικώς τους οφθαλμούς και τα μέτωπα των δύο νυκτοβατών.

Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά-μαλακά το ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας. — 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ! Επανελάμβανε. — Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι που αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν. — Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε! Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος: — Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος.

Ενώ πρότερον έπνεεν εν τω ναώ μία γλυκεία αρωματική πνοή μαλακή και θωπεύουσα την όσφρησιν, πνοή ευάρεστος και ηδεία των εαρινών ανθέων, τα οποία άφθονα εκόσμουν τας αγίας εικόνας, προσφορά ευάρεστος και ευπρόσδεκτος των νεανίδων του χωρίου, αίτινες ή άγαμοι ή πενθούσαι ή ασθενείς, κλεισμέναι εν τω οίκω των, στέλλουσιν εις την Ανάστασιν του ευανθούς κήπου των τα περιπόθητα δώρα.