United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πουλάκι εχόρευε γύρω εις το χαμόμηλον και εκελαδούσε και έλεγε: — Τι μαλακόν είναι το χορτάρι! και τι ωραίον το μικρόν τούτο άνθος με την χρυσήν του καρδίαν και τα αργυρά του φορέματα! Το χαμόμηλον ήτο καταευχαριστημένον· το πουλάκι το εφιλούσε, του εκελαδούσε, και έπειτα επέταξε πάλιν εις τον αέρα. Επέρασεν αρκετή ώρα διά να συνέλθη το χαμόμηλον.

Είχεν ανάγκην να συνέλθη εκ της ταραχής της· μάλιστα, άμα ως παρήρχετο η πρώτη συγκίνησις, ήθελε και να παίξη ολίγον, Οι άνθρωποι, άμα ο ουρανός σκοτισθή, απελπιζόμεθα, αλλά εις την πρώτην αιθρίαν, υψώνομεν προκλητικά το μέτωπον, έτοιμοι και ειρωνίας ν' αρχίσωμεν με οιονδήποτε.

Ουδέποτε προτήτερα είχεν ασθενήσει, αλλά τώρα είχε το αίσθημα τοιαύτης καταστάσεως· ήτο κουρασμένος· ησθάνετο επιθυμίαν να κατακλιθή, πόθον να κοιμηθή, παντού όμως έπεφτε βροχή· προσεπάθησε να συνέλθη, έτρεμον και εχόρευον τα αντικείμενα εμπρός εις τα μάτια του με παράδοξον τρόπον.

Η λέξις θεοί τον έκαμε να συνέλθη ολίγον εκ της ταραχής και ανυψώσας τας χείρας εις τον ουρανόν ανεφώνησε: — Δεν επικαλούμαι σας, των οποίων τα ιερά καταρρέουν εις τας φλόγας, αλλά Σε! . . . . Συ είσαι ο μόνος εύσπλαγχνος. Συ ήλθες επί της γης ίνα διδάξης τους ανθρώπους το έλεος. Ευσπλαγχνίσθητι! Σώσον την Λίγειάν μου.

Πριν ή δε συνέλθη εκ της νέας εκπλήξεως, πριν ή κατορθώση καν να ανοίξη το στόμα της εις κραυγήν, έκλεισεν αυτό νέον φίλημα, και αμέσως άλλο, και πάλιν άλλο, και λάβα όλη ασπασμών εχύθη επί του προσώπου της, και ησθάνθη αναβράζον το αίμα του υπό την φλόγα ασθμαινούσης πνοής συγχρόνως δε νέα και σφριγώσα αγκάλη περιέβαλε την νεαράν της οσφύν, και άφθονοι βόστρυχοι κόμης μεταξίνης εθώπευσαν το μέτωπόν της.

Ο βασιλεύς με την Ζωμπαΐδα, εγύρισαν να ιδούν τι ήτον, ομοίως και ο Αμπτούλ κυττάζοντας δεν εγνώρισεν έτσι ευθύς εκείνην που ελιποθύμησε, μα ωσάν την εκαλοκύτταξε, ευθύς τα μάτια του εσκοτίσθησαν και η όψις του έγινεν ωσάν του αποθαμμένου, και ελόγιασαν ότι ήθελεν αποθάνει. Αλλ' ο βασιλεύς ευθύς τον έπιασεν εις τες αγκάλες του, και τον έκαμεν από ολίγον να συνέλθη εις τον εαυτόν του.

Κιάν ερχόντανε είντα θάκανε; Η Πηγή ήναπτε κέσβυνεν από την εντροπήν της, η δε Ρηγινιώ, διά να της δώση καιρόν να συνέλθη και να διευθετήση τα ενδύματα και τα μαλλιά της, επλησίασεν εις το παράθυρον και εστάθη αποθαυμάζουσα τα άνθη των γλαστρών θωπεύουσα δε ένα βασιλικόν και οσφραινομένη το άρωμά του, έλεγε: — Χαρώ τονε πως μυρίζει τούτοσές ο σγουρός βασιλικός!

Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθη και εκδιώξη διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικον σ ο φ τ ά ν, αλλ’ ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν ήτον ο οικειότατος αυτώ φίλος. — Είναι ο Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα του!

Είνε δε και υπερήφανος· ώστε ήτο υπερβέβαιον ότι δεν θ' άφινε να παρέλθη ατιμώρητος η προσβολή, την οποίαν έπαθεν από αυτούς. Μετ' ολίγον μόλις συνέλθη της μέθης του, θα ζητήση εξόφλησιν του λογαριασμού και αλλοίμονον εις αυτούς!

Και τούδωσεν ένα φιλί γλυκύ σαν μέλι, που αυτό προ πάντων τον έκαμε να συνέλθη. Από τέτοιο κίνδυνο λοιπόν εγλύτωσε ο Δάφνης.