United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως αυτός, όστις δεν κατώρθωνε να μάθη τα εικοσιτέσσερα γράμματα, εγνώριζεν όλα των τα γιδοπρόβατα ένα ένα· και δεν είχαν λίγα.

Κατενόει ότι δεν ηδύνατο να ζήση πλέον ούτω μεταξύ των χωρικών κ' έλαβεν απόφασιν να πάγη μόνη να συναντήση τον Μήτρον και διά παρακλήσεων είτε δι' απειλών εν ανάγκη, να τον πείση ν' αλλάξη τόπον βοσκής. Είχε πεποίθησιν ότι θα το κατώρθωνε. Διό την τρίτην ημέραν, μόλις ηγέρθη του ύπνου, ητοιμάσθη προς εκτέλεσιν του σκοπού της.

Από τα επτά παιδιά που είχα φέρη στην Αθήνα δεν μου απόμενε παρά μια κόρη, και ούτ' εκείνη εφαίνονταν ευχαριστημένη. Επροσπαθούσε για το χατήρι μας να περιποιηθή τον αρραβωνιαστικό της και δεν κατώρθωνε να κρύψη τη στενοχώρια της. Ενα πρωί μ' επήρεν εκείνος κατά μέρος να μ' αρωτήση τι προίκα ελογάριαζα να του δώσω.

Αλλ' ο μεγαλείτερος έπαινος διά τον χορόν είνε ότι κατορθώνει να δίδη εις τα μέλη συγχρόνως ευκαμψίαν και δύναμιν, πράγμα τόσον παράδοξον, ως εάν τις κατώρθωνε να ενώση εις έν σώμα την δύναμιν του Ηρακλέους και την αβρότητα της Αφροδίτης. Τώρα δε θα προσπαθήσω να σου υποδείξω διά του λόγου και οποίος πρέπει να είνε ο άριστος ορχηστής κατά τε την ψυχήν και το σώμα.

Επειδή δε τοιουτοτρόπως δεν εδίδετο τέλος, προσελθών ο στρατηγός των Μεσσηνίων εις τον Κλέωνα και τον Δημοσθένην τους είπεν ότι μάταια εκοπίαζαν· αλλ' εάν ήθελαν να του δώσουν μέρος των τοξοτών και των ψιλών, θα προσεπάθει να προσβάλη τον εχθρόν από τα νώτα διά τινος οδού, την οποίαν θα εύρισκε και θα κατώρθωνε διά της βίας την διάβασιν.

Εύχομαι να φανή η διασκεδαστική σου τέχνη, όσον και η ωμορφιά σου μεγάλη. Και αφού είπεν αυτά επρόσταξε ν' αρχίση ο αγώνας. Τα λόγια του ετρόμαξαν την Μηλιάν, που δεν ήξευρε πώς θα κατώρθωνε να κάμη να γελάση τον αγέλαστο εκείνο βασιληά. Θα έχανε το θάρρος, αν δεν ήρχετο εκείνην την στιγμή το αηδόνι, να κελαϊδήση εις το αυτί της: «Μη σε μέλει, τα πουλιά τα ετοίμασαν όλα».

Πλην τούτων κατώρθωνε να μεταδίδη εις παν αποθνήσκον κυνάριον, γάτον, πίθηκον ή άλλο ευνοούμενον οικιακόν ζώον, αν ουχί ψυχικήν, σωματικήν τουλάχιστον αθανασίαν, ταριχεύων αυτό δι’ αυτών εκείνων των χόρτων και βαλσάμων, διά των οποίων εγεμίζετο η κοιλία των Φαραώ, κατά συνταγήν μεταδοθείσαν αυτώ υπό Κόπτου ασκητού.

Όσον διά την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε, τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το «Σχολειό της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη ευρών άλλο πρόχειρον παρθεναγωγείον ίνα την εισαγάγη. Και άλλα ακόμη θα κατώρθωνε, διότι η βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα «μέραις απ' το θεό» διά να ζήση. Δυστυχώς και παρ' ελπίδα διελύθη τον τέταρτον μήνα της Γ' συνόδου άγουσα.

Γλώσσα δυνατή, αρμονική, γεμάτη νόημα και πάθος. Η παράδοση έλεγε πως αν ήταν μεγάλοι εκείνοι ήταν από τη γλώσσα τους. Σκέφτηκε λοιπόν, αφού επήρε τ' όνομα, να πάρη κ' εκείνη. Να την πάρη όχι μόνον αυτός αλλά κι ο αδερφός του κ' οι κολλήγοι του ακόμα. Άμα το κατώρθωνε αυτό, πίστευε τη δουλειά του τελειωμένη. Και άμ' έπος, άμ' έργον, άρχισε στα σοβαρά το σκοπό του.

Τούτων ένεκα, μεγάλης χαράς ήτο αφορμή διά τον μπάρμπ’-Αλέξην, όταν κατώρθωνε «στη χάσι και στη φέξι» να έχη κανένα επιβάτην, τον οποίον, εν ανάγκη, να &περάση& ως τον περίφημον Γιάννην τον Πανταρώταν. Αλλά πού επιβάτης; ποίος ετόλμα να πατήση τον πόδα εις την παληόβαρκαν;