Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Και είδε τότε τον καπετάν- Φώκαν, ως φάντασμα, τυλιγμένον με την βαρείαν γούναν του, ιστάμενον εν μέσω του σκάφους και θεωρούντα κύκλω την φρίσουσαν τρικυμίαν με βλέμμα απλανές. Μ' οξύτατα λαλήματα η λαίλαψ κατέρριπτεν επ' αυτόν τας χιονονιφάδας τηςχιονόνερον παγωμένον — κ' η κόμη του, ασκεπούς όντος, ωρθούτο υπό του ανέμου, ως από φόβον.

Μούτρα διά γαμβρός! Και εστάθη απέναντι του καθρέπτου πλαγίως φωτιζομένου από το φως του λύχνου, και είδεν εντός αυτού το ήμισυ του προσώπου με το μανδήλιον επί κορυφής, ενώ το άλλο ήμισυ έμενεν εις το σκότος, ο δε κόμβος του μανδηλίου ωρθούτο διακλαδιζόμενος επί του μετώπου του. — Μα την αλήθειαν, είπε γελάσας, ωραίον Αστυάνακτα ήθελα καταφέρει, εάν την ενυμφευόμην.

Εγώ όμως δεν θα σας αφήσω, έκραξε. Διά πώλημα την είχατε τόσον καιρόν εδώ; Ο Θεός θα σας τιμωρήση...Και αν ο Θεός το δεχθή, εγώ δεν το δέχομαι... Ο Μάχτος είχεν αλλοιωθή όλος απαγγέλλων τας λέξεις ταύτας. Το όμμα του έλαμπε παραδόξως, και το ανάστημά του ωρθούτο στιβαρώς.

Ωρθούτο επί των ποδών του, ατενίζων μακράν πέριξ, μή που διακρίνη καμμίαν πηγήν, κανένα ρύακα, καμμίαν σταγόνα νερού, αγνήν και ακίνδυνον να βρέξη τα φλέγοντα χείλη του, παρετήρει αγωνιών τα σύννεφα άτινα διήρχοντο άνωθεν του σοβαρά, μη ρίπτοντα ούτε μίαν σταγόνα, ενώ εφαίνοντο φουσκωμένα και κατάμαυρα, πλήρη υετού. — Δεν βαστάω, Μάρω μου, έσκασα· είπε τέλος. — Τι θα κάμης; — Θα πιω.

Προς ανατολάς εις απόστασιν ολίγων μιλίων, ωρθούτο η πράσινη και στρογγυλή κορυφή του Θαβώρ, πλήρης δρυών. Προς δυσμάς, ο Χριστός προσήλονε τους οφθαλμούς του διά μέσου του διαφανούς αέρος επί της πορφυράς αλύσεως του Καρμήλου, εις τα δάση του οποίου ο Ηλίας είχεν εύρει κατοικίαν.

Ό,τι έγεινεν, έγεινεν ήδη. Έπρεπε να προφυλάξη το μέλλον, το οποίον ωρθούτο απειλητικόν ενώπιόν της· να κάμη τον εαυτόν της εγκρατή πλέον από πάσης ξένης επιρροής. Ανεγνώριζεν όμως την αδυναμίαν της· κατενόει ότι διά να γίνη τούτο δεν έπρεπε πλέον να συναντήση εις τον δρόμον της τον Μήτρον. Αλλά πάλιν δεν ηδύνατο αυτή να κλεισθή εντός του οικίσκου της, εις τα καφάσια, ως τούρκισσα.

Εις τ' αριστερά, μικρός δρομίσκος, λευκοκίτρινος ένεκα του πεπατημένου χόρτου υπό του οποίου εκαλύπτετο, εχώριζε τον αγρόν προς άλλον παρακείμενον, εις του οποίου το μέσον ωρθούτο σκιάς αγροτική και υπό θαμνώδεις αφροξυλιάς ήχουν, από καιρού εις καιρόν, κωδωνισμοί ποιμνίου.

Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον.

Ο Γιάννος έκαμνε τινάς βηματισμούς κ' έπειτα ίστατο, αναμένων την Μάρω η οποία έφθανεν ασθμαίνουσα, άπλωνε τας χείρας, βεβαία ότι τον συνέλαβε πλέον αλλ' ούτος τότε δι' επιτηδείων ελιγμών έκλινεν, ωρθούτο, έτρεχεν, ίστατο και η Μάρω συνελάμβανεν αντ' αυτού το κενόν. — Έλα, καϋμένε, μη με παιδεύης· είπεν η Μάρω κλαυθμηρώς και ωσεί απαυδήσασα.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν