United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός έβλεπε και έβλεπε, και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε διαμαρτυρόμενος. Ας φ ύ γ ω μ ε ν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη ο πεινών εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και μάτην βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.

Ναι! απαντά ο γέρων και ατενίζων εκ του παραθύρου προς τον λιμένα κραυγάζει. — Νά! Νά τηνε! Η σκούνα μου! Νά τηνε! Η σκούνα μου η καλοτάξειδη, η τυχηρή μου σκούνα, όπως ήτανε και τότε, όπως την είχα εγώ! Και εκρότει τας χείρας του από την χαράν του, κρατών συνάμα και το τσιμπούκι του.

Είνε δυνατόν να σκεφθή περί εμού ην εμαύρισαν τα ερωτικά φιλήματα του Φοίβου και ερρυτίδωσε βαθέως ο χρόνος; Επί της εποχής σου, ω ευρυμέτωπε Καίσαρ, ήμην αξία μονάρχου, ο δε μέγας Πομπήιος, μένων ακίνητος και τους οφθαλμούς αυτού επί του μετώπου μου προσηλών, έβλεπεν αυτό ασκαρδαμυκτί και απέθνησκεν ατενίζων εκείνην εξ ης ηρύετο την ζωήν. ΑΛΕΞΑΣ. Χαίρε, βασίλισσα της Αιγύπτου.

Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα. — Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη, παρακαλώ. Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το χέρι μου. Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου ερανιστήν, όστις αποχαιρετά και απέρχεται.

Πώς μίαν φοράν ακόμη! διέκοψα εγώ, αλλά θα συνταξειδεύσωμεν μέχρι Καλκούττης. Θα την βλέπω εις την Καλκούτταν. — Δεν θα την βλέπετε εις την Καλκούτταν, απήντησεν εκείνος, ατενίζων ηδονικώς το άκρον του σιγάρου του, διότι δεν θα είναι εκεί. Δεν θα είναι εις την Καλκούτταν, διότι θα μείνη εις Παρισίους. — Πώς; ανέκραξα εγώ, σχεδόν παρωργισμένος.

Ευρισκόμην λοιπόν εις διάθεσιν λίαν ελεγειακήν. Διά τούτο εκάθησα παράμερα και κατά μόνας, αναπνέων την ζωογόνον της εσπέρας αύραν και απλανώς ατενίζων προς την δύσιν και αφίνων τας εικόνας της φαντασίας μου να κινώνται κατά βούλησιν.

Θα προκόψη τόρα το κτήμα σου! είπεν άλλος. — Κούρβουλο δε θα μείνη! επρόσθεσε τρίτος. Ο Γιωργάκης, ακούων τα κακά αυτά διά το κτήμα του προμηνύματα εστάθη ως κεραυνόπληκτος, ατενίζων τους φίλους του εις τους οφθαλμούς και προσπαθών να εννοήση τους λόγους των!

Ωρθούτο επί των ποδών του, ατενίζων μακράν πέριξ, μή που διακρίνη καμμίαν πηγήν, κανένα ρύακα, καμμίαν σταγόνα νερού, αγνήν και ακίνδυνον να βρέξη τα φλέγοντα χείλη του, παρετήρει αγωνιών τα σύννεφα άτινα διήρχοντο άνωθεν του σοβαρά, μη ρίπτοντα ούτε μίαν σταγόνα, ενώ εφαίνοντο φουσκωμένα και κατάμαυρα, πλήρη υετού. — Δεν βαστάω, Μάρω μου, έσκασα· είπε τέλος. — Τι θα κάμης; — Θα πιω.

Για πάμε να ιδούμε είπεν ο Δημήτρης. — Πάμε. Και αμφότεροι έστρεψαν διευθυνόμενοι προς το πλήθος. — Α! ξέρεις τι; είπεν ο Σταύρος αίφνης ιστάμενος και ατενίζων τον σύντροφόν του· θα διαβάσουν αφορεσμό. — Γιατί πράμμα; — Ξέρω κ' εγώ· δε βλέπεις; Τω όντι επί μικρού υψώματος πέριξ του οποίου το πλήθος ήτο συνηγμένον, έκειτο ανεστραμμένος υψηλός λέβης, κατάμαυρος εκ της ασβόλης.

Καϋμένη! είπεν ο Γιάννος με λύπην, ατενίζων αυτήν εις τους οφθαλμούς· μη λες ψέμματα, γιατί μας ακούει ο Θεός. Η Μάρω εχαμήλωσε την κεφαλήν υπό το εταστικόν βλέμμα του αδελφού της. Αλλά ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη· οι οφθαλμοί του είχον βαθύνει από την νηστείαν τόσον ημερών.