United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν ήτο πτωχός πεινών, θα κατεδιώκετο με τα κοντόξυλα, θα παρεδίδετο εις την αστυνομίαν και θα εχαρακτηρίζετο ίσως εις τας εφημερίδας ως «διαβόητος λωποδύτης». Αλλ' επειδή είνε καλής τάξεως, είνε κλεπτομανής· πάσχει ο ταλαίπωρος άνθρωπος! Είχα ακούσει άλλοτε διαφόρους τοιούτους μικροάθλους μιας κυρίας καλής τάξεως.

ΛΟΓ. Ουχ' εκών μεν, είπω δε. — Ετύγχανον σήμερον πεινών την εσχάτην πείναν· και δη έδοξέ μοι πορευθήναι εν τω εδωδιμολεσχοοικητηρίω· και κορεσθήναιαπελθών ουν, εύρον και συνδαιτυμόνας πλείστους αυτόθι συνευωχουμένουςκαι δη τοίνυν δέδοχεν αυτοίς την εφημερίδα αναγνούσιν, ευθυμητέον είναι την της Ελλάδος παλλιγγενεσίαντοιγαρούν εσθιόντων, πινόντων, αδόντων, υμνούντων, και ορχομενοευφραινομένων.

Το πεινών πλήθος. — Το θαύμα των πέντε άρτων. — Ο Ιησούς εις το όροςΟι μαθηταί εν τη τρικυμία. — «Εγώ ειμι». — Τόλμη του Πέτρου και αποτυχία. — Φύσις του θαύματος. Η τροφή των πεντακισχιλίων είνε έν των ολίγων θαυμάτων τα οποία μας διηγούνται και οι τέσσαρες Ευαγγελισταί.

Γραμματείς, Νομικοί και Φαρισαίοι, οι συνδαιτυμόνες επιδεικτικώς εξετέλεσαν τας περιτέχνους πλύσεις των, και τότε, έκαστος μετ' άκρας επιμελείας διά την ιδίαν πρωτοκαθεδρίαν του, εκάθησαν παρά την τράπεζαν. Άνευ τοιούτων επιτηδευμένων και φανταστικών διατυπώσεων, ο Ιησούς άμα «εισελθών ανέπεσε» παρά την τράπεζαν. Έξω συνέρρεεν ο λαός, πεινών και διψών ακόμη όπως ακούση τα ρήματα της αιωνίου ζωής.

««Ως η έλαφος επιποθεί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και η ψυχή μου εδίψησε προς σε, αδελφή μου . Θρήνος κατέλαβε με και ύδωρ ρέουσι τα βλέφαρά μου . Τα δάκρυα είναι η τροφή της ημέρας και των νυκτών μου ο ύπνος . Ο πεινών ονειρεύεται άρτους, καγώ σε είδον καθ’ ύπνους, Ιωάννα αλλ' εξύπνησα και δεν σε εύρον πλησίον μου. Αναβάς τότε τον όνον μου τον μαύρον ήλθον εις το σκήνωμά σου το άγιον.

Τρία όλα έτη έζησεν ούτω ο ταλαίπωρος Γεώργης, πεινών και γυμνητεύων, φρικιών υπό ρίγους τον χειμώνα και περιφέρων ασκεπή την κεφαλήν του το θέρος υπό τον φλογερόν ήλιον των Αθηνών, κοίτην του έχων την γωνίαν ρυπαρού υπογείου, και νυκτερινούς συντρόφους τουπλην δύο άλλων ομοίων του ατυχών πλασμάτωνποντικούς υπερμεγέθεις, οίτινες ουχί σπανίως απεθρασύνοντο να τρωγαλίζωσι τας μικράς αυτού πτέρνας, οσάκις ο γάτος του οίκου είχεν άλλας ασχολίας επί των γειτονικών ορόφων.

Αξιολύπητος δε είναι όχι ο πεινών ή πάσχων κανέν παρόμοιον, αλλά όστις είναι σώφρων ή έχει άλλην καμμίαν αρετήν ή μέρος, από αυτήν, και εκτός αυτής έχει περιπλέον καμμίαν δυστυχίαν. Διά τούτο θα είναι παράδοξον αν υπάρχει κανείς τοιούτος και ήθελε παραμεληθή εντελώς ώστε να φθάση εις την εσχάτην επαιτίαν είτε δούλος είτε ελεύθερος, εις πόλιν ή πολιτείαν, η οποία είναι έστω και με μετρίους νόμους.

Πεινών, διψών, γυμνητεύων εσύρετο ο Έλλην μαχητής από χαράδρας εις κρημνόν και από κρημνού εις υπόγεια και ζοφερά σπήλαια, μετακομίζων αείποτε τον μυστικόν θησαυρόν του και προσδοκών καθ' εκάστην ν' ακούση αντηχούν εις τας ακοάς του, το θυελλώδες πτερύγισμα του άνακτος των ορνέων και να ίδη επανερχομένην την βασιλείαν του Σταυρού του.

Αυτός έβλεπε και έβλεπε, και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε διαμαρτυρόμενος. Ας φ ύ γ ω μ ε ν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη ο πεινών εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και μάτην βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.