Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Από το δεύτερο πάτωμα έβγαινε στον πρώτο πύργο του τοίχου μια βασιλοπούλα και, επειδή ήταν αντηλιά πολλή, είχε ανοίξει το χέρι της, σα στέγη, από πάνω από τα μάτια της, και κοίταξε έξω από την Πόλη, πέρα. Πάλι βγήκα έξω από τα τείχη. Πάλι, νεκροταφείο τούρκικο με κυπαρίσσια ήταν απέναντι μου. Πάνω σε μια πλάκα τάφου ήταν ξαπλωμένος ένας σκύλος, σαν ανάγλυφο.

Αυτή του έκαμνε παράπονα κατά της οικοκυράς και των γειτονισσών. — Τι κόσμος είν' αυτός, καλέ; Ο Βαγγέλης πότε εμορμύριζεν εναντίον των, πότε εσιώπα. Συνήθως είχε το λαγούτο υποκάτω από την μασχάλην του, καθώς υποκάτω από τα σκέλη του ο σκύλλος την ουράν. Μίαν εσπέραν, ότε έγεινε ραγδαιοτάτη και διαρκής βροχή, η στέγη όλων των σαθρών χαμογείων διέρρευσε. Το πάτωμα έγεινε λίμνη.

Δυο τρία κεραμίδια ξεκόλησαν απάνουθε, κ' επλατάγησαν κάτου στο δρόμο. Μια γλάστρα από την ταράτσα ετινάχτηκε στης αβλής τις πλάκες. Η στέγη απάνου εχοροπηδούσε σαν τρελή. Η καπνοδόχη εκατέβαζε ολοένα τον άνεμο. Έπεφτε κάτου, εσκόρπιζε τις στάχτες, ανέμιζε τον καπνό, τον εστρυφογύριζε μέσα τις κάμαρες, τον ελίχνιζε κ' ετίκλωνε όλο το σπίτι.

Μα όταν ερχόταν η άνοιξη και το νερό άρχιζε να τρέχη από τη στέγη στην αυλή, ο Σβεν λησμονούσε όλα τάλλα, εξόν από το πως είταν ένα μικρό αγόρι, που ήθελε να πηγαίνη βαθιά στο δάσος.

Αυτό δεν μου αρέσει, έλεγεν η γάτα της κουζίνας. — Ούτε και μένα! έλεγεν η του δωματίου «αλλά δεν το παίρνω κατάκαρδα! Η Μπομπέττα ημπορεί βέβαια να αρραβωνισθή με τον κοκκινογένη! Αλλά και αυτός δεν ξαναήλθε εδώ, από τότε που ήθελε να ανεβή επάνω 'στη στέγηΚακαί Δυνάμεις ασκούν το παιγνίδι των γύρω μας και μέσα μας. Αυτό το είχε αντιληφθή ο Ρούντυ και είχε πολύ συλλογισθή γι' αυτό το πράγμα.

Οι τέσσαρες τοίχοι ίσταντο ακόμη αρραγείς, πετροθεμελιωμένοι, σώζοντες μικρόν επίχρισμα από παλαιού καιρού περί την μεσημβρινοδυτικήν γωνίαν, χορταριασμένοι και μαυροπράσινοι περί την βορειανατολικήν. Η στέγη, φέρουσα ακόμη ολίγας κεράμους και πλάκας, εστηρίζετο επί δοκού με πολλάς ακτίνας, εκ σκληράς καστανέας.

Προ πολλού, απήντησεν ο Αρίγνωτος, έμενεν ακατοίκητο το σπήτι εκείνο ένεκα φαντασμάτων εάν δε κανείς κατοικούσε έφευγεν αμέσως διότι τον κατεδίωκε και τον ετρόμαζε ένα φοβερόν και ταραχοποιόν φάντασμα. Το σπήτι αφέθη να γείνη ερείπιον και η στέγη του είχεν αρχίσει να πέφτη και κανείς δεν ετόλμα να εισέλθη.

Στο τέλος ανάφερε με τέχνη την αχορταγιά του Κουρδουκέφαλου και τη θυσία της Ελπίδας. — Δε θέλω να προσβάλλω κανένα, είπε· μα δίχως αυτή τη θυσία σήμερα ίσως δε θα είχαμε την τιμή να βρισκώμαστε κάτω από μια τόσο δοξασμένη στέγη. Όλοι χεροκρότησαν το τέλος της πρόποσης· ένας με τον άλλον άρχισαν ν' αδειάζουν τα ποτήρια και να συγχαίρουνται τη νύφη για τη πράξη της.

Κι' αφτοί προχώρησαν, μπροστά ο θεϊκός Δυσσέας, κι' ομπρός του στάθηκαν. Έτσι είπε, και τους έφερε πιο μέσα στην καλύβα και στα σκαμνιά τους κάθισε και τ' άλικά του πέφκια, 200 κι' εφτύς γυρνάει κι' εκεί κοντά φωνάζει του Πατρόκλου «Βάλε εδώ ομπρός μας, Πάτροκλε, κροντήρι πιο μεγάλο, άσ 'το έτσι το κρασί πιο αγνό, δώσε ολωνών ποτήρια· φίλους ξενίζει η στέγη μου τους πιο λαχταρισμένους

Επερνούσαν τις καλές ημέρες κάτω από την ατράνταχτη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής το αμπέλι του ετρυγούσαν κ' εκείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα κ' εχαίρονταν τον χειμώνα τους καρπούς της άφοβα. Ήξευραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό να γνωρίσουν τη χαρά και να πενθήσουν τη θλίψι τους. Εμείς δεν έχουμε τίποτε απ' αυτά.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν