United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, δεν άκουε τίποτα. Ο μαγνήτης ήταν εκεί και το δυστυχισμένο ψίχαλο, έτρεχε να κολλήση απάνω του. Άπλωσε η δούλα τα χέρια σαν σε δέηση, έπειτα χύθηκε όλη στο πιάνο, άρπαξε μια φωτογραφία, την κόλλησε βιαστικά στα χείλη της και χάθηκε από την σάλα. — Δόξα μου! τιμή μου! κορώνα μου. Η κυρία Μαχαλά απολιθώθηκε. Ούτε μιλιά έβγαλε ούτε κουνήθηκε. Σπασμός της ήρθε.

Από την αλήθειαν, ήτις λέγεται όταν δεν πρέπει, να προτιμάς και αυτό το ψεύδος, το οποίον λέγεται όταν πρέπει. Αυτό θα ειπή αγών της ζωής· ζητείς κάτι επιμόνως από τον ουρανόν, καθ' ην στιγμήν ευρίσκεται προ των ποδών σου, και σκοντάπτων επ' αυτού, ή το συντρίβεις, ή συντρίβεσαι ο ίδιος. Ο χρυσός είνε ο ισχυρότερος μαγνήτης, όστις έλκει ό,τι αντικρύση προς αυτόν.

Ποιο είναι το γιατρικό που μπορεί να γιατρέψη τον κόσμο; Η αγάπη, κανένα άλλο. Για να γιατρέψης τους αρρώστους, πρέπει πρώτα να τους αγαπήσης. Πρέπει εκείνους να συλλογιέσαι κι όχι εσένα. Η επιστήμη μονάχη δε φτάνει. Η αγάπη θα της δώση ύπαρξη και ζωή. Η περιέργεια είναι μια αγάπη, αγάπη για να μάθης, αγάπη που σα μαγνήτης σε τραβά, που σε κάμνει τάγνωστα να γυρέβης, αγάπη που γεννά την επιστήμη.

Σύγκαιρα το Δημητράκη τον κυρίεψε παράδοξη ανησυχία. Τα νεύρα του έτρεμαν, σαν το βελόνι που το πλησιάζει ο μαγνήτης. Ένα κεφάλι κόρης εφάνηκε στην αντικρυνή μάντρα, μισοκρυμμένο στα φύλλα μιας καστανιάς. Μαύρα μαλλιά πέφτανε ζερβόδεξα κυματιστά και λαμπερά. Το σταράτο πρόσωπο, στολισμένο με μαύρα φρύδια σμιχτά και ισκιερά ματόκλαδα καθρέφτιζε γαληνεμένη θάλασσα.

Σα νάτο μαγνήτης, πάντα κοντά της βρισκόμουν· και μια στιγμή πούχαμε μακρυνθή λιγάκι από τις άλλες, σιγοτραγούδησε μια μαντινάδα, που μόνον εγώ άκουσα: Δεν είνε πόνος να πονή, πόνος να θανατόνη, Σαν την αγάπη την κρυφή, όντε ξεφανερόνει. Έπειτα με κύταξε και το βλέμμα της έλεγε: «Σε καταλαβαίνω, καϋμένο παιδί· μα συ πώς να με καταλάβης

Μικρό είνε τάχα όταν εσύ γυρίζεις βαρύκοπος τον κόσμο να ξέρης κάποιαν άκρη που σε αγαπούν και σε απαντέχουν ανυπόμονα; Ο μαγνήτης που μ' έσυρε άπραγο παιδί μια φορά στη θάλασσα, ίδιος και μεγαλείτερος τόρα με έσερνε, άντρα μεστωμένον στη γυναίκα. Με την ίδια τύφλα και το ίδιο πάθος ερρίχτηκα στ' αχνάρια της πεντάμορφης.

Εκάθησα υπό τα δένδρα με την κεφαλήν εντός των χειρών, προσπαθών να συλλέξω τας ιδέας μου. Η Δέσποινα εις χείρας Τούρκων, Τούρκων κατοικούντων τον Πύργον μας! Πώς με ανεγνώρισεν αμέσως, ως να μ' επερίμενε ! Η επίκλησίς της αντήχει εις τα ώτα μου•― «Γλύτωσέ με, ΛουκήΙδού ο μυστηριώδης μαγνήτης όστις με είλκυεν εις Χίον, ιδού προς τι με ωδήγησεν η Θεία Πρόνοια ! θα την σώσω!

Ενώ ο Μπραήμης εδήου από άκρου εις άκρον τον Μωρηάν και ο Κιουταχής την Ρούμελην, ο Καραϊσκάκης μόνος διεπλάσσετο φιλόπατρις και φιλόδοξος και, ως ο μαγνήτης τα ψήγματα του σιδήρου, το όνομά του είλκυε περί αυτόν θαυμαστάς και ήρωας, ετοίμους να τον ακολουθήσουν και εις τον Άδην.

Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ.

Ο Νίκος κοντά της! τόσο κοντά που δεν ανάπνεε άλλον αέρα παρά τη ζεστήν ανάσα του κορμιού της, που σκόρπιζε ολοένα γύρω του ένα μύρο, σαν κάποιο αέρινο και φεγγερό ρευστό, και τα μάτια του τα παράξενα εκείνα μάτια, τα γαλαζοπράσινα, με τις κόρες τις διπλές και τρίδιπλες σαν άνθη και τον ήσκιο ολόγυρα που τραβούσε σα μαγνήτης, έπιναν κ' εκείνα τη λάμψη πούτον απάνω στα μαλλιά και στο πρόσωπο της Λιόλιας σαν ήλιος που μεσημεριάζει απάνω σ' ανθόφυλλα γλυκά.