United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσο τα είχε σμιχτά στην αγάπη του που δεν ήξευρε καλάκαλά ποιο ήταν το παιδί και ποιο το ξύλο του. Τόρα όμως ξένοιαστος ερροχάλιζε στο κρεβάτι του ο καπετάν Βαλμάς. Είχε μαζί και τα δύο. Το παιδί εκαθόταν στοιχειό στο τιμόνι· το τρεχαντήρι έφευγε γοργό στα κύματα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Αλλά κ' εκείνα δεν το ψηφούν το καρυδόφλουδο.

Νευρικό το μέταλλο άστραφτεν, ούρλιαζε, τα στέρνα του εξέσχιζεν άπονα, ετρανολάλει με πάταγον, έκραζε με ρυθμόν, έσπρωχνε κύματα οργής και λύσσας, να κουρελιάση το στερέωμα. Κλαγγή, δουπός, στρίγγλισμα, κραυγή, θρήνος σμιχτά όλα, περιπλεχτά, ωρμούσαν εδωθεκείθε, ετάραζαν το σκαφίδι, εκλόνιζαν τ' άρμενα, ελάμπαζαν την άβυσσο.

Είπε, κι' εφτύς ο γίγαντας προβάλλει ιμπρός τους Αίας, κινάει και του Λαέρτη ο γιος, πολύτεχνος πανούργος. Και προχωρούν, σα ζώστηκαν, στου μεϊντανιού τη μέση, 710 κι' εφτύς αδράζουνται αγκαλιά με τις χοντρές χερούκλες, σαν πατερά αψηλού σπιτιού που μάστορας τα δένει σμιχτά έτσι που του δρόλαπα να μην τα σκιάζει η λύσσα.

Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. 500 Και σα λιοντάρια οι λόχοι εφτύς ορμούν ζωντανοφάγα 592 ίσια στα πλοία, κι' έκαναν τους ορισμούς του Δία, π' όλο τους λύσσαε, μα άρπαζε τη νίκη απ' τους Αργίτες και την αντριά τους χάβνωνε, μα πύρωνε τους Τρώες. 595 Γιατί είταν πάντα ο πόθος του οι Τρώες να νικήσουν κι' άσβυστη ο Έχτορας φωτιά θεόκαφτη να βάλει στα πλοία, κ' έτσι να γενεί της Θέτης η κατάρα. 598 Κι' αφτός σαν Άρης φρένιαζε, σα φλόγα λες ρημάχτρα 605 που σε βουνήσας λαγκαδιάς λυσσομανάει την πύκνα, κι' έχυνε αφρούς το στόμα του και σπίθιζαν τα μάτια κάτου απ' τα φρύδια τα σμιχτά, κι' ενώ πολέμαε αχούσε με φρίκη στα μηλίγγια του ζερβόδεξα το κράνος. 609 Κι' έτσι τους πέφτει όπως ορμάει σε τρεχαντήρι κύμα ανεμοθέριεφτο άρπαγο, και χάνεται το πλοίο 625 όλο μες σε νερά κι' αφρούς, και στα πανιά μουγκρίζει σκιαχτό το σιφουνόφυλλο, κι' οι νάφτες καρδιοτρέμουν, τι λεν θαν τους ρουφήξει εφτύς η μάβρη καταβόθρα. 628

Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι το κορμί εφάνταζε λυγερό, πελεκητό, άξιο για να θρονιάση μια πάναγνη ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη ο θαυμαστός τύπος της φυλής, τ' αμυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το ελεφαντένιο μέτωπο λαμπρότερο και από τα χρυσά στολίδια του, επρόδιναν την αισθαντική πηγή που θα σαρκώση την Αγάπη και την Καλοσύνη.

Σύγκαιρα το Δημητράκη τον κυρίεψε παράδοξη ανησυχία. Τα νεύρα του έτρεμαν, σαν το βελόνι που το πλησιάζει ο μαγνήτης. Ένα κεφάλι κόρης εφάνηκε στην αντικρυνή μάντρα, μισοκρυμμένο στα φύλλα μιας καστανιάς. Μαύρα μαλλιά πέφτανε ζερβόδεξα κυματιστά και λαμπερά. Το σταράτο πρόσωπο, στολισμένο με μαύρα φρύδια σμιχτά και ισκιερά ματόκλαδα καθρέφτιζε γαληνεμένη θάλασσα.

Ήταν μια γυναίκα μεγαλόκορμη, κατσουφιασμένη και φοβερή. Τα χείλη της σμιχτά και φουσκωτά, μοιάζανε με σάλπιγγα έτοιμη να τρανολαλήση κατορθώματα. Τα ορθάνοιχτα μάτια της προξενούσαν τρομάρα· τα σμιχτά φρύδια της έρριχναν κάποια έγνοια στο αρμονικό σύνολό της. Τα μαλλιά της φουντωτά κ' ελεύθερα είχανε το θράσος και το θυμό πεινασμένων φιδιών.