Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Έλυσε την μαντίλα από τον στολισμένο της λαιμό και άρχισε να μιλάει με νοσταλγία για το πανηγύρι. «Όλοι είναι εκεί, και τα εγγόνια μου, η Παναγιά μαζί τους. Όλοι εκεί είναι και δροσίζονται, επειδή βλέπουν τη θάλασσα….» «Γιατί δεν πήγατε κι εσείς;» «Και το σπίτι, κυρά μου; Όσο φτωχικό κι αν είναι ένα σπίτι δεν πρέπει να το αφήνει κανείς μόνο, αλλιώς θα μπει το στοιχειό.

Γιατί τάχα; Δεν έχω να κάνω πεια τίποτα κει μέσα, αφού η κυρά μου με στέλνει μακρυά να ετοιμάσω το ολοφώτεινο σπήτι που της υποσχέθηκα, το κρυστάλλινο σπήτι, το στολισμένο με ρόδα, φωτεινό το πρωί όταν λάμπη ο ήλιος. «Φεύγα, λοιπόν, τρελλέ. Στο διάβολοΟι υπηρέτες άνοιξαν τόπο κι' ο τρελλός χωρίς βία, έφυγε χοροπηδώντας.

Καν με τι νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση. Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε 985 Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναξε, Πετούμενο αντριομένο, 990 Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ, Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου 995 Σε χρώμα έτζι σεμνό.

Ο ήλιος το περνάει με της αχτίνες του, οι άνεμοι δε μπορούν να το σκίσουν. Θα πάω τη Βασίλισσα σ' ένα δωμάτιο όλο κρύσταλλο, στολισμένο με ρόδα, ολόλαμπρο κάθε πρωί σαν το φωτίζη ο ήλιος». Ο Βασιληάς και οι βαρώνοι του είπαν μεταξύ τους: «Να ένας τρελλός, που ξέρει και μιλάει με τέχνη». Είχε καθήσει σ' ένα χαλί και κύτταζε τρυφερά την Ιζόλδη.

Ούτε εγώ δίχως εσέ». Σταματάει τ' άλογό της, κατεβαίνει, πηγαίνει σε μια φοράδα που βάσταζε ένα μικρό σπητάκι σκυλλιού στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Κει μέσα σ' ένα πορφυρό χαλί ήτανε ξαπλωμένος ο Πτικρού. Τον πέρνει στα χέρια της, τον χαϋδεύει, του κάνει χίλιες περιποιήσεις.

Εμβήκεν εκείνη αφού έβγαλε τα χειρόκτιά της και επρόσεξε πολύ, καθώς εκάθισε, να μη τσαλακώση το εύμορφο φρεσκοσιδηρωμένο φόρεμα της, το στολισμένο με δαντέλλες. «Τι ιδέα αυτή της γιαγιάς μου, ένα ξύλο φαγωμένο από την πολυκαιρίαν να το κάμη τόσο μεγάλην υπόθεσινεσυλλογίσθη, άμα επήρε την σαΐταν εις τα χέρια της και ήρχισε να υφαίνη.

Κανένα άλλο μνήμα δεν είναι τόσο ωραίο, τόσο περιποιημένο, τόσο πλούσια στολισμένο ίσια ίσια τώρα που ο χινοπωριάτικος άνεμος συνταράζει τα δέντρα. Γελά τότε από χαρά και ξαναμιλεί σιγά και γκαρδικά σε κάποιον, που δεν τονέ βλέπει κανείς. Έπειτα πηγαίνει στο αμάξι, που περιμένει στην πύλη του νεκροταφείου, και γυρίζει μ' αυτό στο σπίτι.

» Σ' ώριον περιβολάκι με τ' άνθη στολισμένο, » μιαν άνοιξι διαβαίνω να παρηγορηθώ. ΟΛΟΙ. Ω, ω, ω, ω. « Να ξεφαντώσ' ο νους μου από » τοις λογισμούς μου, γιατί με βασανίζουν τα » κάλλ' οπού θωρώ. ΟΛΟΙ. Ω, ω, ω, ω. ΟΛΟΙ. Ω ω, ω, ω, ω. ΑΝΑΤ. Σώπα να διούμε, άι ντελί ζιρζόπ ντικό μου αράδα είναι; χάιδε ας πω πλια.

Τώρα οι δούλοι φέρνουνε στον τάφο στολισμένο το σώμα της γυναίκας μου, με όσα στολίδια πρέπει. Σεις αποχαιρετίσατε την πεθαμμένη τώρα που ξεκινά για το υστερνό και αγύριστο ταξείδι. ΧΟΡΟΣ Να κι' ο πατέρας σου, Άδμητε, αργά αργά προβαίνει με βήμα που του έκαμε βαρύ η ηλικία. Οι δούλοι του στα χέρια τους τα δώρα του κρατούνε που συνηθίζουν στους νεκρούς να βάζουνε.

Δέκα χρυσά μάρκα έδωκε στον τραγουδιστή, και στο Βασιληά είπε ότι η μητέρα της η Βασίλισσα της Ιρλανδίας της έστελνε αυτό το δώρο. Έβαλε ένα χρυσοχόο κ' έφτιασε για το σκυλλί ένα ωραίο σπιτάκι στολισμένο με χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια, κι' όπου πήγαινε τώπερνε κοντά της, για θύμησι του φίλου της. Και κάθε φορά που το κύτταζε, λύπη, αγωνία, νοσταλγίες, έφευγαν από την καρδιά της.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν