Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Και πρώτος ο παλικαράς γιος είπ3 του Μενοίτη 605 «Γιατί, Αχιλέα, μ' έκραξες; τι θες και με γυρέβεις;»
Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος• και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη, 'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι, όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605 εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει. Ραψωδία Σ
Τι να γεφτεί θυμήθηκε κι' η χρυσομάλλω η Νιόβη, που δώδεκα έχασε παιδιά — κι' όχι ένα — στο πυργί της, νιους έξη μες στη νιότη τους και θυγατέρες έξη. Μα ο Φοίβος σκότωσε τους γιους με τ' αργυρό δοξάρι, 605 τι θύμωσε της μάννας τους — κι' η Άρτεμη τις κόρες — τι ήθελε δα με τη Λητό να γίνεται ίσα κι' ίσα.
Ας προσπαθάν όσο ημπορούν· του κάκου τυραγνιούνται· 605 Των Καβουριών τα καύκαλα καθόλου δεν τρυπιούνται. Οχτρούς παρόμιους να ιδούν ελπίδα δεν τους μένει· Μηδέ βαστάν στον πόλεμο· και φεύγουν τρομασμένοι. Κοντά βασίλεμα ηλιού το πράμμα αυτό ακλουθάει· Και σε μιας μέρας διάστημα η μάχη αυτή σκολνάει· 610 Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Τ Ω Ν Μ
Μον με τα μάτια στους οχτρούς απάνου, πίσω πάντα 605 τραβιέστε, και με τους θεούς πολέμους μη ζητάτε.» Είπε, κι' εφτύς πολύ κοντά τούς ζύγωσαν οι Τρώες. Έσφαξε τότε ο Έχτορας καλούς διο ακοντιστάδες, διο σ' ένα αμάξι· Αχίγιαλο τους λέγαν και Μενέστη.
Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. 500 Και σα λιοντάρια οι λόχοι εφτύς ορμούν ζωντανοφάγα 592 ίσια στα πλοία, κι' έκαναν τους ορισμούς του Δία, π' όλο τους λύσσαε, μα άρπαζε τη νίκη απ' τους Αργίτες και την αντριά τους χάβνωνε, μα πύρωνε τους Τρώες. 595 Γιατί είταν πάντα ο πόθος του οι Τρώες να νικήσουν κι' άσβυστη ο Έχτορας φωτιά θεόκαφτη να βάλει στα πλοία, κ' έτσι να γενεί της Θέτης η κατάρα. 598 Κι' αφτός σαν Άρης φρένιαζε, σα φλόγα λες ρημάχτρα 605 που σε βουνήσας λαγκαδιάς λυσσομανάει την πύκνα, κι' έχυνε αφρούς το στόμα του και σπίθιζαν τα μάτια κάτου απ' τα φρύδια τα σμιχτά, κι' ενώ πολέμαε αχούσε με φρίκη στα μηλίγγια του ζερβόδεξα το κράνος. 609 Κι' έτσι τους πέφτει όπως ορμάει σε τρεχαντήρι κύμα ανεμοθέριεφτο άρπαγο, και χάνεται το πλοίο 625 όλο μες σε νερά κι' αφρούς, και στα πανιά μουγκρίζει σκιαχτό το σιφουνόφυλλο, κι' οι νάφτες καρδιοτρέμουν, τι λεν θαν τους ρουφήξει εφτύς η μάβρη καταβόθρα. 628
Μον στην τόση του εισοδιά 595 Βολετό και σαν παιδιά Να μην ευχαριστηθήτε, Και σε χρείαις να βρεθήτε· Να το ξέρετε λοιπόν, Πως εγώ με το σκοπόν, 600 Μη καμμιά φορά ξεπέστε, Και σε φτώχια τυραγνιέστε, Όλα μου τα μετρητά, Σε διο κλήματα κοντά, Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει 605 Προς τη φράχτη, που είχα κάψει....
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν