Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Μύριοι συλλογισμοί χύθηκαν ανάκατα στο κεφάλι της· κάτι της δάγκωσε την καρδιά. Η φωτογραφία ήταν του Πέτρου Ντάλαρη, του ανθυπολοχαγού· νέου μορφωμένου, συμπαθητικού και γλυκομίλητου. Εγνώριζε την οικογένεια Μαχαλά κάπου δυο χρόνια. Έτυχε να συναντηθούν μια πρωτοχρονιά στο σπίτι της κ. Πουλημένου, γνωρίστηκαν, σχετίστηκαν. Από τότε ο αξιωματικός έγινε του σπιτιού· μπαινόβγαινε σα συγγενής.

Από νοικοκύρης νεκροθάπτης. Άσχημη αλλαξιά! Ο πρώτος που μου έλαχε να κατεβάσω εις το λάκκο, ήτανε εκείνος εκεί κάτω ο Κασματζής πον εκκύταξες τη φωτογραφία του, μοναχογυιός είκοσι χρονών. Η μάννα του έκλαιε σαν αλαφίνα, Εφούσκωσαν και τα δικά μου μάτια και με περιγελούσαν οι φανοφόροι και οι παπάδες.

Ευχαριστώ, κύριε, γιατί μου παρέχετε την ευκαιρίαν να δώσω εις τας Ελληνίδας μας μίαν ωραίαν εικόνα μητέρας και ένα έξοχον παράδειγμα. Μ α ρ ί α. Παύλε, παιδί μου. Κύριε, σας παρακαλώ. Μην τον ακούετε. Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς. Την φωτογραφία της κυρίας. Ω! πρέπει, χωρίς άλλο να δημοσιεύσωμεν την εικόνα σας. Μ α ρ ί α. Δεν έχω φωτογραφίαν...

Δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, δεν άκουε τίποτα. Ο μαγνήτης ήταν εκεί και το δυστυχισμένο ψίχαλο, έτρεχε να κολλήση απάνω του. Άπλωσε η δούλα τα χέρια σαν σε δέηση, έπειτα χύθηκε όλη στο πιάνο, άρπαξε μια φωτογραφία, την κόλλησε βιαστικά στα χείλη της και χάθηκε από την σάλα. — Δόξα μου! τιμή μου! κορώνα μου. Η κυρία Μαχαλά απολιθώθηκε. Ούτε μιλιά έβγαλε ούτε κουνήθηκε. Σπασμός της ήρθε.

Αυτή είναι η εικόνα κ' η μαμά την είχε πάρει μαζί μ' άλλες εικόνες και φωτογραφίες και στόλισε την καινούρια καλοκαιρινή κατοικιά μας. Σε μια φωτογραφία της εικόνας αυτής κάρφωσε το βλέμμα ο Σβεν και ρώτησε τη μαμά: — Τι είναι αυτό; Κ' η μαμά του διηγήθηκε το παραμύθι του σκληρού θανάτου, που έρχεται και παίρνει εκείνον, που είναι νέος, κι αφίνει τη γερόντισσα, που παρακαλεί να πάη κοντά του.

Έγινε όλη κίτρινη, μαραμμένη σαν κομμένο λουλούδι. Έλυωνε, έσβυνε το κορμί της λαμπάδα μπροστά στην αγάπη της. Ένα κομμάτι από τη φωτογραφία ήταν στα πόδια της και το πάτησε με τη μύτη του παπουτσιού της. Περίμενε να πονέση το χαρτί, να βγάλη φωνή, να της ειπή «μη!». Όχι· τίποτα. Έν' άλλο κομμάτι είχε πέσει στην ποδιά της. Το πήρε, το κύτταξε καλάκαλά.

Ζήλια άναψε το αίμα της κυρίας Μαχαλά. Όχι φωτογραφία παρά τον ίδιον τον αξιωματικό, είδε ριχμένον στο κρεββάτι. Το συμπαθητικό κεφαλάκι του με το ξανθό μουστάκι και τα γαλανά χαδιάρικα μάτια του, το βεργολυγερό κορμί του τόβλεπε ξαπλωμένο στα πρόστυχα στρωσίδια, παραδομένο στην ερωτική λύσσα της δούλας της, σαν ολόδροσο κρίνο στα δόντια ενός χοίρου. Έβλεπε... αλοίμονο και τι δεν έβλεπε!

Είταν εκεί η φωτογραφία του Σβεν με τη μακριά ποδίτσα του κι άλλη με τη μικρή του γούνα, καθώς έστεκε απάνω σ' ένα κάθισμα και μισοέκλεινε τα μάτια θαμπωμένα από τον ήλιο που έλαμπε στο χιόνι. Μα όλες οι εικόνες είταν από τον καιρό της νιότης και της ευτυχίας, όταν ακόμα δεν είχε συμβεί τίποτε που να μπορούσε να ξεσκίση τους δεσμούς, που μας ένωναν ακόμα όλους.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν