United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μικρά κόρη δεν ηξεύρω ακριβώς πώς είχε πέσει εις τας χείρας της, και απετέλει μέλος της οικογενείας. Φαίνεται ότι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγός ή διδασκάλισσα, είχεν εμπέσει εις τα δίκτυα κανενός επιχηρευτού και είχε συλλάβει το μαγικόν τούτο χρυσόψαρον της δεξαμενής, διά να πλεύση εις το πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλέ ποτε να πτεροφυσήση εις τον αιθέρα του αχανούς.

Εμένα, του παραπαππού μου του σχωρεμένου, του είχε πέσει μια φορά ένα κατσίκι, εκεί που πήγε ν' αρμυρήση κ' επνίγηκε μες τη λίμνη . . . Εζήτησε να βρη το ψοφίμι, μη φάνε τα ψάρια και θεριέψουν, και δεν το ηύρε, ούτε στον αφρό ούτε στον πάτο.

Και παίρνει τότε η Θεανό το πέπλο και το βάζει στα γόνατα της Αθηνάς με τις χρυσές πλεξούδες, κι' έπειτα αρχίζει προσεφκή και δέηση να κάνει «Προστάτρα, δέσποινα Αθηνά, θεά μου δοξασμένη, 305 αχ του Διομήδη τ' άρματα κομάτιασ' τα, και κάνε κι' αφτόν να πέσει πίστομα μπροστά στο Ζερβοπόρτι, κι' αμέσως θα σου σφάξουμε ως δώδεκα γελάδες χρονιάρικες απείραγες εδώ στην εκκλησά σου, αν την πατρίδα σπλαχνιστείς κι' εμάς και τα παιδιά μας310

Τέτια μ' ολπίδα σε θροφές και φόρους νύχτα μέρα 225 λιώνω τους Τρώες μου, κι' εσάς κάθε όρεξή σας κάνω. Έτσι ο καθείς κατάστηθα ορμώντας θέλει ας πέσει θέλει ας σωθεί· γιατί είναι αφτό της μάχης το παιχνίδι.

Αυτοί ωσάν ακούσουν πως πηγαίνεις να επισκεφθής εκείνο το είδωλον, από τόπον τόσον μακρυνόν, θέλουν πέσει εις τους πόδας σου, και θέλουν σού φέρει με σέβας έμπροσθεν εις τον Τογρούλμπεϊν βασιλέα, ο οποίος θέλει σε παρουσιάσει εις τον μέγαν ιερέα του ναού του Καισάγια.

Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθε Αχαιός και Τρώας «Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, 320 μεγάλε μυριοδόξαστε! όπιος αφτά τα πάθια ανάμεσό μας τάβαλε, ναι κάνε αφτός να πέσει και στ' Άδη τα εφτάβαθα ως μέσα να κατέβει, κι' εμείς ας κάνουμε ξανά όρκους πιστούς αγάπηςΈτσι είπανε.

Ανασήκωνε τη φτερούγα, έδειχνε το μελαχρινό πρόσωπό της, πονεμένο, στα μάτια της ζωγραφισμένη η λύπη, αλλά αποτραβιόταν από το τοιχάκι σαν να φοβόταν μην πέσει. Και να άλλες φιγούρες που ανέβαιναν κι αυτές, όλες με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από μια μαύρη φτερούγα, και όλες πλησίαζαν, αλλά αμέσως οπισθοχωρούσαν τρομαγμένες από τον κίνδυνο μην γκρεμοτσακιστούν από την άλλη μεριά.

Μα εσείς θαρρώ ποτές σας δε θα τελιώστε, μοναχά σαν πέσει ο ένας χάμου κι' η γης ρουφήξει αχόρταγη το αίμας του το μάβροΕίπε και ρήχνει. Κι' έστειλε του Δία η κόρη τ' όπλο 290 στη μύτη, εκεί στο μάτι του σιμά, κι' αντίκρυ ο στόκος βγήκε στο σνίχι κόβοντας τα δυο σβερκοποντίκια.

Του ενός από το καρβάνι είχε πέσει η σακκούλα του με ότι χρήματα είχε, και την είχε βρη ένας άλλος, από τους είκοσι συνταξειδιώτες, και του την έδωκε, κρατώντας τα μισά για βρετικά.

Όλα είχαν πέσει μέσα σε μια τρεμάμενη σιωπή όπως μέσα σε τρεχούμενο νερό. Και ο Έφις θυμόταν τα μακρινά βράδια, τον χορό, τα νυχτερινά τραγούδια, την ντόνα Λία καθισμένη επάνω στην πέτρα στη γωνιά της αυλής, αναδιπλωμένη σαν νεαρή φυλακισμένη που ροκανίζει τα δεσμά της και σιγά σιγά προετοιμάζει την δραπέτευσή της. Κεφάλαιο πέμπτο