United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί σου έχει καρφωθεί αυτή η ιδέα στο μυαλό; Γιατί δεν θέλεις να έρθει ο Ρετόρος; Θα σου διάβαζε το Ευαγγέλιο και δεν θα φοβόσουν πια μην πεθάνεις…» Εκείνος δεν απάντησε. Όχι, δεν μπορούσαν να τον κοροϊδέψουν. Η ώρα όμως δεν είχε φτάσει ακόμη κι εκείνος γαντζωνόταν από τη ζωή μόνο και μόνο επειδή φοβόταν μην αφήσει το κουφάρι του στο σπίτι των κυράδων του.

Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι και ακούμπησε το χέρι στο στήθος του. «Αυτό θα το αναλάβω εγώ!», υποσχέθηκε με αποφασιστικότητα. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε μ’ εκείνο της Νοέμι κι εκείνος που πάντα φοβόταν τα υγρά και ψυχρά της μάτια σαν θάλασσα βαθιά, κατάλαβε πως η νεαρή κυρά του έπαιρνε στα σοβαρά την υπόσχεσή του. Δεν μετάνιωσε όμως που την έδωσε. Πολλές άλλες ευθύνες είχε αναλάβει στη ζωή του.

Και μακρινές φωνές αντηχούσαν μες στην ομίχλη σαν χλιμίντρισμα άγριων αλόγων που τρέχανε στον άνεμο. Ο Έφις πάντα φοβόταν μήπως τον αναγνωρίσουν παρόλο που ήταν ντυμένος με αστική φορεσιά και είχε γκρίζα και ανακατεμένα γένια σα να φορούσε μάσκα φτιαγμένη από γαϊδουρότριχες.

Ο τρόμος του τέλους τον έπνιγε, φοβόταν μήπως η ψυχή του εγκαταλείψει ξαφνικά το σώμα, όπως είχε κι εκείνος εγκαταλείψει το σπίτι των κυράδων του, και εξορισμένη από τον κόσμο των μακάρων αρχίσει να περιπλανιέται, ανήσυχη και κολασμένη, με τα φαντάσματα της κοιλάδας. Ωστόσο απάντησε όχι, όχι.

Λέγε του· ψιθύρισε κείνη με φανερή ανησυχία, σα να μάντευε πως το κατιτί του ήταν πολύ σοβαρό και για τους δυο. Ο Δημητράκης στάθηκε λίγο σκυφτός, ξεροκατάπιε κ' έπειτα γρήγοραγρήγορα σα να φοβόταν μην τον αντισκόψη κανείς. — Να γένης γυναίκα μου· είπε δυνατά. Κ' επειδή την είδε να χαμηλώνη τα μάτια ροδοπρόσωπη και ν' αναδεύη τα χείλη κάτι για να ειπή, εκείνος άπλωσε το χέρι να την εμπόδιση.

Εσύ πρέπει, είναι καθήκον σου να τους ανοίξεις τα μάτια, αφού αυτές είναι τυφλές. Εσύ πρέπει, το καταλαβαίνεις ή όχι; Έχεις κουφαθείΠράγματι, ο Έφις είχε κλειστεί στον εαυτό του, σαν κουφός. Εσύ πρέπει; Τον απειλούσε ο ντον Πρέντου; Ήξερε κάτι ο ντον Πρέντου; Δεν τον ενδιέφερε τίποτε, εκείνος μόνο την κόλαση φοβόταν.

Φοβόταν μήπως οι κυράδες του τού βάλουν τις φωνές. ΄Ηξερε ότι αυτό που έκανε ήταν σοβαρό, ίσως λάθος, αλλά δεν μετάνιωνε. Ένα μυστηριώδες χέρι λες και τον έσπρωξε κι εκείνος ήξερε πως όλα όσα γίνονταν έτσι, κάτω από μια υπερφυσική δύναμη, ήταν πράξεις καλές. Περίμενε τον Τζατσίντο μέχρι αργά. Τ’ ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε την κοιλάδα και η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή που ξεχώριζε η σκιά κάθε βλαστού.

Η γιαγιά μου όμως λέει ότι μπορεί να είναι από τον κυρ Τζατσίντο, τον ανιψιό που έχουν οι κυράδες σας». Ναι, ο Έφις το ένοιωθε• έτσι πρέπει να ήταν. Έξυνε ωστόσο σκεφτικός το μάγουλο, με χαμηλωμένο το κεφάλι, και έλπιζε αλλά και φοβόταν μήπως κάνει λάθος.

Δεν ήθελε τον παπά: περισσότερο και από τον θάνατο και τη θεία καταδίκη, φοβόταν ν’ αποκαλύψει το μυστικό του. Να, έρχεται και ο ντον Πρέντου, κάθεται κοντά στην ψάθα και αρχίζει τα αστεία.

Στο Φόνι, όπου οι ζητιάνοι βολεύτηκαν στη μικρή αυλή γύρω από την εκκλησία που ήταν γεμάτη κόσμο από μακρινά χωριά, ο Έφις άρχισε να δοκιμάζει ένα νέο μαρτύριο. Φοβόταν μήπως τον αναγνωρίσουν και προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το σύντροφό του.