United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όχι τον είδαν, και να πεις τον κρύβανε απ' αγάπη, τι σαν το μάβρο θάνατο τόνε μισούσαν όλοι. Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 455 «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι! Η νίκη φάνηκε θαρρώ του βασιλιά Μενέλα, και τώρα βγάλτε δώστε μας το βιος με την Ελένη, κι' έτσι όσο πρέπει πρόστιμο πλερώστε ακόμα, τέτιο που να σταθεί παράδειγμα και των στερνών ανθρώπων460

Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν. 205 Σε διο απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη και το Μενέλα, και τους διο τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα.

Ειδέ έλα, αν θες, δοκίμασε, για ναν να το δουν κι' εδώ όλοι... το μάβρο σου αίμα γλήγορα θα βάψει το κοντάρι

Τον εφύσαγαν άλλα απειλητικά με ταφρισμένα, διάπλατα ρουθούνια τους. Λεφτό δεν έδινε αφτός· τη δουλιά του. Το κοντό, σβουνιασμένο σκοινί, που αγκάλιαζε πριν τη χοντρή μέση του βοϊδολάτη, δεντρογαλιά φαρμακερή ξετυλίχτηκε τόρα, να σφίξη άσπλαχνα του άμοιρου Λιάρου τα κέρατα. Λες κ' ένιωσε τη συφορά του το μάβρο, ετήραε τον άγριο βοϊδολάτη μ' ένα βουρκωμένο στο παράπονο, παιδιακήσιο ανάβλεμμα.

Τότε όξω πήδηξε ο Νιδιός και παραιτάει τ' αμάξι, 20 μήδ' ήβρε θάρρος να σταθεί και το κορμί να σώσει του σκοτωμένου του αδερφού. Τι θάτρωγε κι' αφτόνε το μάβρο φίδι, μοναχά ο Ήφαιστος τον σώζει, και τον γλυτώνειαπλώνοντας σκοτάδι ολόγυρά τουμήπως κι' ο γέρος με χωρίς παρηγοριά του μείνει. 24

Κι' όταν στο πέρασμα έφτασαν τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, πλήθιου ποταμού πούκανε ο βροχοδότης Δίας, εκεί τον βάζουν κατά γης και δροσερό του ρήχνουν 435 νερό· κι' αφτός ανάσανε, κι' ανοίγοντας τα μάτια στα γόνατα του κάθησε και ξέρασε αίμας μάβρο. Μα έγυρε πάλι πίσωθες, και χάμου τού πλακώνει το φως θολούρα, τι η πληγή τον δαιμονούσε ακόμα.

Μα εσείς θαρρώ ποτές σας δε θα τελιώστε, μοναχά σαν πέσει ο ένας χάμου κι' η γης ρουφήξει αχόρταγη το αίμας του το μάβροΕίπε και ρήχνει. Κι' έστειλε του Δία η κόρη τ' όπλο 290 στη μύτη, εκεί στο μάτι του σιμά, κι' αντίκρυ ο στόκος βγήκε στο σνίχι κόβοντας τα δυο σβερκοποντίκια.

Πώς παίρνει σβάρνα λαγκαδιές βαθιές φωτιά μεγάλη 490 σ' όρος ξερό και καίγουνται τα πεφκοπλήθια δάση, και φλόγα ο άνεμος παντού σκορπάει στριφοκλωθώντας· έτσι ξοπίσω απ' τους οχτρούς σα λάμια λες με τ' όπλο χοιμούσε σκότωνε, κι' η γης κατέβαζε αίμα μάβρο.