United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φίλε μου, είσ' ένας ονειροπόλος. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα, είμ' ένας ονειροπόλος. Γιατί ονειροπόλος είναι εκείνος που μονάχα στο φως του φεγγαριού μπορεί να βρη το δρόμο του κ' η τιμωρία του είναι ότι βλέπει την αυγή πρωτήτερ' απ' όλον τον άλλον κόσμο. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Η τιμωρία του είπες; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Κ' η ανταμοιβή του. Μα κύττα, έφεξε πια. Παραμέρισε τα παραπετάσματα κι άνοιξε διάπλατα τα παραθύρια.

Άνοιξε την πόρτα διάπλατα, χύθηκε μέσα, στα δόντια κρατώντας τις βρισές, μ' εκείνες που θα έλουζε πατόκορφα τον ξένο. Στάθηκε όμως μάρμαρο στη μέση της σάλας. Κανείς δεν ήταν εκεί. Ούτε πίσω από τις κουρτίνες, ούτε πίσω από τις πολυθρόνες, ούτε πίσω από το πιάνο. Και άλλη πόρτα δεν είχε να ειπής άνοιξε κ' έφυγε.

Είχε περήφανα σηκωμένο κατ' απάνω το κεφάλι του κ' η πλούσια και γιαλιστερή χιούτη του χύνονταν σα κύμα τρικυμιστήτα στήθη του αναβάτη. Σπιθοβολούσαν τα μεγάλα τα μάτια του κι' άφριζαν τα διάπλατα τα ρουθούνια κ' εσπαρτάριζαν, ωσάν νάχυναν κατά πέρα χλημίντρισμα ηχερό.

Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.

Μας τόχει πη εμάς ο γιατρός• τον αρώτησε η αδερφή μου- Σαν άκουσ' έτσι η Βεργινία πάγωσε όλη· ο λάρυγγας της έκλεισε· τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα, θόλωσαν, οι βολβοί γυρίσανε μέσα και φάνηκε όλο τασπράδι. . και σωριάστηκε χάμω, άσπρη σαν το σεντόνι, απάνω στο σωρό των σκουπιδιών που έλαμπαν- Έμπηξε η Κερ-Αριστείδαινα τις φωνές και βγήκε η αδερφή της με τις κόρες της κ’ έτρεξαν και κάτι άλλες γειτόνισσες και τη μπάσανε σπίτι της και με τριψίματα και ξύδια, έπειτα από κάμποση ώρα, τη συνεφέρανε.

Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.

Μόλις όμως έκανε να σηκωθεί ξανάπεσε, σαν να γλίστρησαν τα πόδια του στο λιθόστρωτο της εισόδου, και χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο και τα χέρια στο έδαφος. Μόλις άκουσε να κουδουνίζουν τα κέρματα επάνω στην πέτρα, ο άλλος ζητιάνος ανασήκωσε το ωχρό του πρόσωπο και άνοιξε διάπλατα τα ανέκφραστα μάτια του σαν να άκουγε έναν απειλητικό θόρυβο. Ο γέρος βογκούσε.

Άρχιζε πάλε και του μάτωνε την καρδιά, και του σπάραζε τα σωθικά η σκληρή, η σφαχτερή, η σιδερένια η φωνή του Δημήτρη. Σα να τόννοιωθε πια πως ελπίδα δεν είχε, πως στη ζωή του αποπάνω ξάπλωσε τα μαύρα και τα διάπλατα της φτερούγια η συφορά και την απόδιωξε την ελπίδα. Του πέρασε μια στιγμή από το νου του ναφήση τον αδερφό του μέσα στο δρόμο και να ξεκόψη. Ναποχωριστή εκείνον παρά την ευτυχία του.

Μην τύχη και χάσουν την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, — είπ' ο Βλογιάρης». Μόνο από τη χαραμίδα της κλεισμένης πόρτας του Θύμιου του μάγερα αγνάντια, ξέφεβγε κι άπλωνε πάνω στου κήπου τη φράχτη, ένα κοκινόξαθο φωτεινό ζουνάρι. Πέρα ελαμποκοπούσε του Δήμαρχου το σπίτι από το άφτονο φως, που πλημυρούσε μέσα η σάλα του. Εξεχυνόταν χείμαρος ολόφωτος από τα διάπλατα ανοιχτά παράθυρα.