Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Δεν άφινε μήτε μέγαρα, μήτε φαγοπότια, μήτε ιπποδρόμια, μήτε τις αρχόντισσες που γυρίζανε τους δρόμους μ' αρίθμητους δούλους κ' ευνούχους κατόπι τους· μα και τους φιλοσόφους τους έλουζε κατά πώς τους άξιζε, ιστορώντας ταγέρωχό τους στάσιμο, τις γενειάδες, και τάλλα στολίδια τους που τα γνωρίζουμε κι από τον Εθνικό το Χρυσόστομο, το Λουκιανό.
Και μια ουράνια χαρά ήτανε χυμένη στο πρόσωπό του κ' ένα φως χρυσογάλαζο έλουζε τα βασιλεμένα μάτια του. Και καθώς μιλούσε έπιασε σφικτά το χέρι της αδερφούλας του και της είπε: — Έλα τώρα να σου πω μυστικά, πού πάει μονάχος μες στη γαλάζια σιγαλιά ο Αυγερινός, και τι μας στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κ' είναι γλυκό σαν μέλι.
Και πήγε ίσα στον Αλαμάνο· τούσφιξε για δεύτερη φορά το χέρι, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του κ' ετοιμάστηκε να βγάλη λόγο. Ήθελε να συγχαρή το νέο σοφό που έλαβε την τιμή να βρεθή σ' ένα τέτοιο γάμο — γάμο του Ευμορφόπουλου! — και να κατηγορήση τους άλλους για την αχαριστία τους. Έννοια σου και θαν τους έλουζε για καλά. Μα εκείνη τη στιγμή μπήκε ο παππάς κι άρχισε το στεφάνωμα.
Αλλά μόλις εμαζωνόταν ένα κύμα έφθανε και τον έλουζε από πάνω ως κάτω. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ' όλες τις μέρες κ' επελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν ημπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε δύο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο και ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι.
Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο· μ' έλουζε από τα νύχια ως την κορφή. Και όμως δεν είχα δύναμι να σηκωθώ. Άρχισε να με κυριεύη αποκαρωμάρα κ' ενώ ήμουν ακόμη ζωντανός ενόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως μ' εκυλούσαν αλαφρόν σαν πούπουλο τα κύματα.
Η ξανθή κοπέλλα έβαλλε τις φούχτες κάτω απ' τη βρύση και τα λευκά της χέρια ξεχείλισαν σαν ασημένιο ποτήρι. Ο φιλόσοφος έσκυψε στο ωραίο ποτήρι κ' έσβυσε τη δίψα του με νερό και με φιλήματα. Κι' ο φιλόσοφος νόμιζε πως ονειρεύεται... Ύστερα ξαπλώθηκαν απάνω στη δροσερή χλόη. Το φεγγάρι ήτανε σταματημένο απάνω απ' τα κεφάλια τους και τους έλουζε με το φως του.
Τότε φοβήθηκε και σκέφτηκε να γυρίσει στο χωριό, αλλά για πολλή ώρα τη νύχτα δεν μπορούσε να κινηθεί, αδύναμος, σαν να είχε χάσει αίμα. Κρύος ιδρώτας του έλουζε όλο το κορμί. Την αυγή ξεκίνησε.
Και για να νοιώσης και συ κάτι από ζωή Κρητική — ας είνε και τόσο δα — σου τα ξαναλέγω τώρα με λίγα λόγια. ΤΑ έλουζε ο ήλιος από τον καταμεσήμερο θρόνο του τα λιόδεντρα της Παραμυθιάς, του πρόσχαρου εκείνου χωριού, που σκαλωμένο σε μιαν από τις βουνοπλαγιές του Κισάμου, ξάστραφτε δίπλα στα δέντρα σα να γύρευε να δείξη την ομορφιά του μ' ερωτιάρικη περηφάνεια στ' αντικρινό το βουνό.
Η μάνα της την είχε πολύτιμη παρακαταθήκη του αντρός της· Στα σκοτεινά την έλουζε στ' άφεγγα την έπλεκε. στ' άστρι και τον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της. Όταν έγινε δώδεκα χρονών ήρθαν προξενητάδες και την εζητούσαν νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ αδέρφια δεν ήθελαν να την δώσουν τόσο μακριά· δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τον αποχωρισμό της.
Για τούτο ο Χαγάνος έδειξε στους σοφούς την πόρτα. Τώρα τους έβλεπε να παραστέκουν και να κεντούν με λόγια και ξεφωνητά την προθυμία του Αριστόδημου. Ο ίδρωτας έλουζε το στεγνό πρόσωπό του· ο ήλιος έψενε και ξενεύριζε το αρρωστιάρικο σώμα του. Μα εκείνος εξακολουθούσε να τρέχη εδώ κ' εκεί, να φωνάζη τους αργάτες, να ψαχουλεύη τα χώματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν