United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΒΕΡΑΛΔΟΣ Μα την πίστι μου, αδελφέ μου, είσαι τρελλός. Δεν θέλω σε πολλά πράγματα να σε βλέπουν οι άνθρωποι να κάνης όσα κάνεις. Σκέψου λίγο, σε παρακαλώ, έλα στον εαυτό σου και μην αφίνης να σε κυριεύη η φαντασία σου. ΑΡΓΓΑΝ Άκουσες με τι φριχτές αρρώστειες μ' εφοβέρισε; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Τι απλοϊκός άνθρωπος που είσαι; ΑΡΓΓΑΝ Είπε πως πριν περάσουν τέσσερες ημέρες θα είμαι ανίατος.

Ούτω δε, αβεβαία και αμφιταλαντευομένη έφθασεν εις τον πύργον. Τα παιδία δεν ήσαν και πάλιν εκεί. Τότε ετράπη προς αναζήτησίν των Η Κυρά Ρήνη ηρεύνησεν εντός του κήπου, εις τας λόχμας και τας αναδενδράδας, εδώ κ' εκεί μετά ζέσεως, ως ιχνηλάτης κύων κατά την αρχήν του κυνηγίου, φωνάζουσα ονομαστί τα παιδία. Αλλά δεν τα ήκουε πουθενά και η υποψία ήρχισε να την κυριεύη.

Συχνά, όταν ήταν μόνη ή και με τον αξιωματικό, έφερνε το καλό ρώτημα στο νου της. Μα ποτέ δε μπόρεσε να λάβη ρητή απάντηση. Ούτε ναι, ούτε όχι. Και τώρα να, αυτήν τη στιγμή, δεν ήξερε τίποτε. Μιαν αγανάχτηση μόνον, μιαν άγρια αγανάχτηση αιστάνθηκε να φεύγη από την καρδιά και να κυριεύη όλο το είνε της. Ακούς εκεί μια παλιομαμούρα!

Δεν πειράζει, Μάρω μου· πήγαινε μέσα· είπεν ο Γιάννος εννοήσας τας σκέψεις της. — Μάνα σ' αφήσω μοναχόν;. . . . . — Δεν πειράζει· κ' εγώ θα κοιμηθώ. . . . . . Ο Γιάννος ελυπείτο την αδελφήν του κ' ήθελε πολύ να την αφήση να κοιμηθή· μία νύκτα ήτο, όπως περάση ας περάση και αυτός. Ευθύς όμως άμα έμεινε μόνος, η δειλία ήρχισε να τον κυριεύη.

Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο· μ' έλουζε από τα νύχια ως την κορφή. Και όμως δεν είχα δύναμι να σηκωθώ. Άρχισε να με κυριεύη αποκαρωμάρα κ' ενώ ήμουν ακόμη ζωντανός ενόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως μ' εκυλούσαν αλαφρόν σαν πούπουλο τα κύματα.

................................................ Άλλο να κυριεύη φρούρια : ................................................

Ο Μανώλης έγινε κατακόκκινος και ησθάνθη να τον κυριεύη πάλιν το θέλγητρον των γλυκυτάτων εκείνων οφθαλμών. Το τουρλωτόν φέσι του εφάνη την εσπέραν εκείνην ήμερον, ως νυκτικός σκούφος, και εις το τραπέζι συνέκρουσε το ποτήρι με τον Στρατήν, ο οποίος τον ηυχήθη: — Στσι χαρές σου, κουνιάδο!

ΛΟΥΚ. Βλέπετε ότι ακούετε περισσότερον την οργήν σας παρά το δίκαιον; Δεν εφανταζόμην ποτέ ότι ηδύνατο η οργή να κυριεύη τον Πλάτωνα, τον Χρύσιππον ή τον Αριστοτέλην ή άλλον από σας, αλλ' ενόμιζα ότι μόνοι σεις είσθε απηλλαγμένοι αυτού του πάθους.

Και με τον λόγο ένωσε τη βελόνα δυνατώτερα στο πανί ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, σαν να εσούβλιζε τα φυλλοκάρδια του Κεφαλλωνίτη. Κάποια ανατριχίλα εφάνηκε να κυριεύη όλους, ναύτες και θερμαστές. Εκύταζε ο ένας τον άλλον με σοβαρότητα μελαγχολική, σαν να συνεννοούνταν πως αληθινά πρέπει ν' αφήσουν τα πειράγματα. Έπειτα όμως χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους.

ΚΡΕΟΥΣΑαυτόν τον τόπο τον στενό στηρίξου στο ραβδί σου. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Είνε τυφλό και το ραβδί σαν δεν καλοθωρούμε. ΚΡΕΟΥΣΑ Καλά το είπες, αλλά μη σε κυριεύη ο κόπος. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το θέλω εγώ; τη δύναμι δεν έχω τη χαμένη. ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο τ' ήταν γραφτό! ΚΡΕΟΥΣΑ Ο πρώτος σας ο λόγος ευχάριστος δεν φαίνεται.