United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα άξαφνα ακούει ξεφωνητά οχ το τειχί και κλάψες, και της λυγούν τα γόνατα, πέφτει η βελόνα χάμου. Κι' αμέσως φώναξε ξανά στις λυγερές της σκλάβες «Γλήγορα, ελάτε διο μαζί, να δω γιατί η αντάρα. 450 Κλάμα άκουσα της πεθεράς, κι' εμένα μες στα στήθια τρέμει ως στο στόμα μου η καρδιά και με παγώνει ο φόβος.

Κάθεται πολλή ώρα εκεί και κάτω από το χινοπωριάτικο φως μιλεί με κάποιον, που δεν τον βλέπει κανείς. Λέει του αμαξά, που στέκει κοντά στο μνήμα, να φύγη κι αυτή σκύβει και μαζεύει στο μαντήλι της χώμα από τον τάφο. Έπειτα βγάζει από μια μικρή τσάντα ένα κομάτι μαύρο μεταξωτό παννί, βελόνα, κλωστή και ψαλλίδι. Κόβει το παννί και ράβει ένα μικρό σακκουλάκι.

Του φαινόταν πως άκουγε ακόμη τις γυναίκες να ξεσκονίζουν χτυπώντας τα έπιπλα, αλλά λες και χτυπούσαν τον ίδιο. Ναι, κάτι τον διαπερνούσε, στη ράχη, στους ώμους, στα πλευρά και στους αγκώνες, στα γόνατα και στις αρθρώσεις των δακτύλων. Και η ντόνα Νοέμι ήταν εκεί, χλωμή, και έραβε, έραβε και με τη βελόνα της του τρυπούσε την ψυχή.

Είμαι ευχαριστημένος σαν να έχω πεθάνει τώρα μες στη χάρη του Θεού και να βλέπω τον ουρανό ανοιχτό. Πέρασα από την εκκλησία πριν έρθω εδώ, για να ευχαριστήσω τον Κύριο. Στη συνείδησή μου, είναι έτσι …….» «Μα γιατί Έφις;», είπε εκείνη με φωνή άχρωμη, τρυπώντας με τη βελόνα τον πανσέ. «Δεν σε καταλαβαίνωΕκείνος σήκωσε το βλέμμα.

Και ο ντον Πρέντου πήγε να καθίσει κοντά στην αρραβωνιαστικιά του. «Πώς είναι η διάθεσή μας σήμερα;» «Σταμάτα, Πρέντου, μην τραβάς το πανί, με τρυπάει η βελόνα….» «Αυτό θέλω κι εγώ!» «Πρέντου άσε με∙ κάνεις σαν μικρό παιδί!» «Εσύ φταις που μου έκανες μάγια για να ξεμωραθώ…» «Πρέντου!

Και με τον λόγο ένωσε τη βελόνα δυνατώτερα στο πανί ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, σαν να εσούβλιζε τα φυλλοκάρδια του Κεφαλλωνίτη. Κάποια ανατριχίλα εφάνηκε να κυριεύη όλους, ναύτες και θερμαστές. Εκύταζε ο ένας τον άλλον με σοβαρότητα μελαγχολική, σαν να συνεννοούνταν πως αληθινά πρέπει ν' αφήσουν τα πειράγματα. Έπειτα όμως χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους.

Πράγματι, όταν ο κόσμος μαζεύτηκε πάλι στην αυλή και οι γυναίκες περνώντας έψαχναν στις τσέπες τους να βρουν κάτι για να δώσουν ελεημοσύνη στον ψεύτικο άρρωστο, εκείνος άρχισε να φωνάζει: «Μα κοιτάξτε τον καλά! Είναι πιο γερός από εσάς. Τρυπήθηκε με μια δηλητηριασμένη βελόνα». Τότε κάποιος έσκυψε για να δει καλύτερα τον ψεύτικο όγκο και ο ζητιάνος, χλωμός, ακίνητος, δεν αντέδρασε, δε μίλησε.