United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τα δημοτικά τραγούδια, που είναι η ζωή και η τέχνη, αυτά, είναι του έθνους η παράδοση. Και κοιτάξτε σε τι γλώσσα είναι γραμμένα. Με την παράδοση των γραμματισμένων θα καταντήσει το μυαλό μας τέτοιο, που θα δουλεύει λιγώτερο και από τώρα, που δεν καταγίνεται πια παρά σε μικροκατεργαριές, για να πορεύεται ο μικράνθρωπος το ψωμί του, ή για να φαντάζει και να κοκορεύεται.

Τότ' όξω η Ήρα φώναξε την Ίριδα οχ τον πύργο — π' αφτή είταν των παντοτινών θεών μαντατοφόρακαι τον Απόλλο, και τους λέει διο φτερωμένα λόγια 145 «Στήν Ίδα εφτύς του Κρόνου ο γιος να πάτε σας προστάζει. Εκεί σα φτάστε κι' έρθετε στο Δία ομπρός, κοιτάξτε πρόθυμα κάντεακούστε μεότι σας πει και θέλειΕίπε, και μέσα γύρισε η σεβαστή Ήρα πάλι κι' έκατσε στο θρονί.

Ο Έφις κούνησε τη νεροκολοκύθα εδώ κι εκεί, δεξιά και αριστερά. «Κοιτάξτε, κύριε, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι η κοιλάδα ήταν της οικογένειάς σας. Ήταν άνθρωποι ισχυροί! Τώρα πια έχει απομείνει μόνο αυτό το κτηματάκι, αλλά είναι σαν την καρδιά που χτυπά και στο στήθος των ηλικιωμένων. Ζούμε από αυτό». «Μα τι αγύριστο κεφάλι ο παππούς μου!

Πράγματι, όταν ο κόσμος μαζεύτηκε πάλι στην αυλή και οι γυναίκες περνώντας έψαχναν στις τσέπες τους να βρουν κάτι για να δώσουν ελεημοσύνη στον ψεύτικο άρρωστο, εκείνος άρχισε να φωνάζει: «Μα κοιτάξτε τον καλά! Είναι πιο γερός από εσάς. Τρυπήθηκε με μια δηλητηριασμένη βελόνα». Τότε κάποιος έσκυψε για να δει καλύτερα τον ψεύτικο όγκο και ο ζητιάνος, χλωμός, ακίνητος, δεν αντέδρασε, δε μίλησε.

Σκεφτόντουσαν ότι ήταν ένα πνεύμα που στεκόταν εμπρός τους. «Γιατί φοβάστετους ρώτησε «και γιατί η καρδιά σας γεμίζει με ανήσυχες αμφιβολίες; Κοιτάξτε τα χέρια μου και τα πόδια μου για να διαπιστώσετε ότι είμαι εγώ· πιάστε με και δείτε· γιατί ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά όπως βλέπετε ότι έχω εγώΌπως τους μιλούσε τους έδειξε τα χέρια Του και το πλευρό Του.

Ξέρουμε, λόγου χάρη, πράσινο και μαβί . Μα πόσα πράσινα είναι, που λέξη δε βρίσκουμε να τα ζουγραφίσουμε; Κοιτάξτε πόσα είναι τα δέντρα και πόσες οι πρασινάδες!Μα κοιτάξτε και χρωματιές, πόσες αποχρωματιές θέλει και πόσες ξεχρωματιές, για να πάη απαρατήρητα το μάτι μας από το πράσινο στο μαβί!

Κοιτάξτε, πώς ο Πρόμαχος σφαμένος σάς κοιμάται, που τ' αδερφού μου αξώφλητος καιρό δα να μη μένει ο σκοτωμός εδώ. Για αφτό και συγγενή ν' αφίσει πίσω περικαλάει κανείς, λαχτάρας ξεχρεώστη485 Έτσι είπε, και τους Αχαιούς σκυλιάζει η παινεσά του, μα απ' όλους πιότερο η χολή ταράχτη του Πηνέλα κι' όρμησε εφτύς απάνου του.

Για να αρέσει στον ξένο κορόιδευε ακόμη και τις καλύβες, που στο κάτω κάτω ήταν ιερές, επειδή τις κατοικούσαν οι πιστοί και ανήκαν στην εκκλησία. «Ούτε στη Ρώμη δεν έχει μέγαρα σαν κι αυτά! Κοιτάξτε τι κουρτίνες! Τις έβαλαν οι αράχνες τζάμπα, με τη θέληση του Θεού.» «Και άντε να μετρήσετε τα ποντίκια! Εάν το βράδυ ακούσετε να σέρνονται πόδια, μην νομίσετε ότι είμαι εγώ, ντον Τζατσί

Ναι, κι' απ' τ' απάρθενό μου εγώ τήνε προκρίνω τέρι, την Κλυταιμήστρα, τι μαθές χειρότερη δεν είναι στα κάλλη, μήτε στο κορμί, στη γνώση, και στα χέρια. 115 Μα κι' έτσι πίσω πρόθυμα τη δίνω αν είναι ανάγκη· δε θέλω εγώ να χάνεται, μον να σωθεί ο στρατός μας. Κάνα άλλο εμένα όμως πρεσβιό κοιτάξτε να μου βρείτε, αμέσως τώρα! Τεριαστό δεν είναι εγώ μονάχα έτσι να μένω.

Η Γκριζέντα έτρεξε εκείνη να φωνάξει τον υπηρέτη, τρίφτηκε επάνω του σαν γατάκι και του έδωσε να φιλήσει το μωρό. «Πόσο χαρούμενη είμαι, μπαρμπα Έφις! Απόψε θα ξαναχορέψουμε! Κοιτάξτε όμως το μικρό σας αφεντικό. Λες και κάνει κόρτε στην Καλίνα!» Ο Έφις την κοίταζε τρυφερά. Είδε τον Τζατσίντο να σηκώνει τα μάτια γεμάτα έρωτα και επιθυμία και μέσα από την καρδιά του ευλόγησε τους δυο νέους.