United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χρειάζεται προσοχή όμως, προσοχήΟι υπηρέτριες του ιερέα έτρεξαν έξω για να βοηθήσουν τον ντον Πρέντου να ξεφορτώσει τα δισάκια, ενώ οι άλλες γυναίκες πρόβαλαν τα χλωμά τους πρόσωπα στις πόρτες και το σκυλί, αφού γάβγισε λιγάκι, πηδούσε ψηλά μπροστά στο άλογο σαν να ήθελε να το φιλήσει. «Σιγά, γυναίκες!», είπε ο ντον Πρέντου. «Μέσα στα δισάκια υπάρχει κάτι που σπάει μόλις το αγγίξεις, όπως εσείς….» «Η σαϊτιά να σας πάρει, ντον Πρέντουτον καταράστηκε η Νατόλια, με βλέμμα ωστόσο λιγωμένο, προσπαθώντας να τον κατακτήσει.

«Μάλιστα αυτός!», έλεγεν ένας γέρων κυνηγός, «που εφίλησε την Αννέτταν εις τον χορόν, έχει αρχίσει με το Α και θα φιλήση πέρα και πέρα όλον το αλφάβητον. Ένα φιλί εις τον χορόν ήτο όλο-όλο, που αι ακούραστοι γλώσσαι ηδύναντο έως τώρα περί αυτού να είπουν· πραγματικώς είχε φιλήσει την Αννέττα και μόλα ταύτα καθόλου δεν ήτο αυτή το άνθος της καρδιάς του.

Τέτοια πράγματα δεν είναι εύκολον να τα κρατήση κανείς μυστικά· είναι σαν άμμος μέσα εις κόσκινον, και τρέχει έξω· μετ' ολίγον ήξευραν όλοι, ότι ο Ρούντυ, αν και ήτο καλό παλληκάρι, όμως έδινε φιλιά εις τον χορόν και μόλα ταύτα δεν είχε φιλήσει ίσα ίσα εκείνην, που θα εφιλούσε με όλην του την καρδιά.

Εις την πόρτα εστέκετο μία νέα κόρη, που την παρωμοίαζε με την Αννέτταν, την κόρην του διδασκάλου που μια φορά την είχε φιλήσει εις τον χορόν αλλά δεν ήτο η Αννέττα· μόλα ταύτα είχε ιδή κάποτε προτήτερα το κορίτσι, ίσως εις το Γκρίντελβαλτ εκείνο το βράδυ, που από την σκοπευτικήν εις το Ιντερλάκεν εορτήν επανήρχετο, — Πώς ευρίσκεσαι εδώ; ηρώτησε. — Είμαι εδώ στο σπίτι, βόσκω το κοπάδι μου!

Του εφάνη ότι μεταξύ των χριστιανών η Λίγεια ήτο είδος Συβίλλης ή ιερείας, εις την οποίαν υπακούουν και την οποίαν σέβονται. Όταν μετ' ολίγον εκείνη του έφερε νερό, ούτος ηθέλησε να της λάβη την χείρα, αλλά δεν ετόλμησε . . . Δεν ετόλμησεν αυτός ο Βινίκιος, όστιν εις τα ανάκτορα του Νέρωνος την είχε φιλήσει διά της βίας, αυτός, όστις διενοήθη άλλοτε να διατάξη να την μαστιγώσουν.

Η Γκριζέντα έτρεξε εκείνη να φωνάξει τον υπηρέτη, τρίφτηκε επάνω του σαν γατάκι και του έδωσε να φιλήσει το μωρό. «Πόσο χαρούμενη είμαι, μπαρμπα Έφις! Απόψε θα ξαναχορέψουμε! Κοιτάξτε όμως το μικρό σας αφεντικό. Λες και κάνει κόρτε στην Καλίνα!» Ο Έφις την κοίταζε τρυφερά. Είδε τον Τζατσίντο να σηκώνει τα μάτια γεμάτα έρωτα και επιθυμία και μέσα από την καρδιά του ευλόγησε τους δυο νέους.

Και γιατί να μην τα κλείση τα μάτια της η κόρη, μόνο ναφήση να τηνέ σύρη το γλυκό σας φέγγος κάτω απ’ τουρανού σας το λουλουδένιο μεθύσι . . . Και παραμέρισε τα βάτα η Λιόλια και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και ξέχασε όλα γύρω της: τον κάμπο με τα λουλούδια και τις μέλισσες που ηθέλανε να την τσιμπήσουν και τις πεταλούδες που την πείραζαν και το Νίκο που την είχε φιλήσει.. και ξεφώνισε από λαχτάρα για τους ανθούς τους άσπρους. . . Λιόλια μου!