Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Γέμιζε την ποδιά σου άσπρους ανθούς για στεφάνι σταθώο μέτωπό σου, μα ξεφύλλισε τους πάλι, γιατί δε θα προκάμης να το φορέσης . . και τάνθινα γαλανά ματάκια, σκύβε και παίρνε τα στην αγκαλιά σου προτού σε ιδούν και κλάψουν. . . Μα σαν αγνάντεψες από μακριά ανθισμένες μυγδαλιές, στάσου και κρύψε το πρόσωπό σου μες τα χέρια σου, γιατί δεν πρέπει να τις ιδούν τα μάτια σου . . . Και συ πούρχεσαι το κατόπι αγόρι ολόλαμπο από νιάτα και λαχτάρα, δεν ξέρεις πως είσαι ο ήλιος που τρέχει να πιάση το σύννεφο ταπαλό και που σαν το φθάση πέρα στις βουνοκορφές και ταγκαλιάση, φλογοκαίγετ’ όλος ο ζαφειρένιος κάμπος κι ο ήλιος γίνετ' ο Βασιλιάς τουρανού και πέφτει και πνίγεται στη μεγάλη θάλασσα του πόθου του; Χαμήλωνε τώρα ο ήλιος.

Αλήθεια είχαν κάνει άλλον ουρανό δικό τους οι μυγδαλιές με τάνθη της παρθενιάς που στέλνει η Περσεφόνη απ’ του Πλούτωνος την κλίνη, κάθε άνοιξη, στις Κ ό ρ ε ς του απάνω κόσμου. Αχ, μυγδαλιές ! γιατί να φανερωθήτε μπρος σταέχε μάτια του κοριτσιού ενώ έτρεχε να ξεφύγη μακριά από ταγόρι!

Και γιατί να μην τα κλείση τα μάτια της η κόρη, μόνο ναφήση να τηνέ σύρη το γλυκό σας φέγγος κάτω απ’ τουρανού σας το λουλουδένιο μεθύσι . . . Και παραμέρισε τα βάτα η Λιόλια και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και ξέχασε όλα γύρω της: τον κάμπο με τα λουλούδια και τις μέλισσες που ηθέλανε να την τσιμπήσουν και τις πεταλούδες που την πείραζαν και το Νίκο που την είχε φιλήσει.. και ξεφώνισε από λαχτάρα για τους ανθούς τους άσπρους. . . Λιόλια μου!

Άλλες δεν ήταν πουθενά : αυτές μονάχα ανθίζανε σ’ όλον τον κάμπο . . κ' ήταν παγεμένες όλες μαζί κ' έσμιγαν τα κλαριά τους από πάνω ως κάτω σαν πηχτά χιονισμένα από τάνθη. . . Στάθηκε η Λιόλια θαμπωμένη, άφωνη!. . κ' έπειτα σα να την τραβούσε αυτή η λάμψη η γλυκειά : προχώρησε με βήματα αργά και με μάτια μαγεμένα. . . Σα χεροπιασμένες στέκονταν ένα γύρο οι μυγδαλιές έτοιμες να χορέψουν. . . Μα δε σαλεύανε, γιατί ανάμεσα τους άνοιγε ένα ολοστρόγγυλο αλωνάκι, που ζούσαν εκεί απόμονα πανάψηλα χορτάρια και λουλούδια μύρια.

Ο Έφις άκουγε το θόρυβο που έκαναν πλένοντας τα ρούχα τους κάτω στο ποτάμι οι πάνας, γυναίκες που είχαν πεθάνει στη γέννα, χτυπώντας τα με τις κοκάλες των πεθαμένων και νόμιζε ότι διέκρινε τον αματατόρε, ένα στοιχειό με εφτά σκουφιά που μέσα τους έκρυβε έναν θησαυρό, να πηδά εδώ κι εκεί κάτω από το δάσος με τις μυγδαλιές και να τρέχουν πίσω του βρικόλακες με ατσάλινες ουρές.

Αμυγαλιές ήταν-τέτοιον καιρό που όλες έχουνε σχεδόν ξανθίσει!-μην ήταν οι αδερφάδες τους οι γκοριτζιές κ’ οι αγριοκορομιλιές, πούναι πιο τεμπέλες; ή μήπως τις είχε πάρει ο ύπνος τις μυγδαλιές κι αργήσανε νανοίξουν τανθινά τους μάτια απ’ τα βαθιά ονείρατα του χειμώνα!

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν