United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΜΛΕΤΟΣ «ΈκστασιςΜε τάξιν κτυπά και μέτρον ο σφυγμός μου ως ο ιδικός σου, με τον αυτόν καλόν ρυθμόν. Τρέλλα δεν είναι όσα 'χω ξεστομίση· φέρε μετο θέμα και όλα λέξιν προς λέξιν θα σου επαναλάβω· τούτο δεν κάμν' η τρέλλ' αλλά πηδά και φεύγει.

Κι' η Θέτη πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια, κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους, μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν 535 που σίμωνε, μον όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι. Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του.

Αλλά και κατά την διάρκειαν της μάχης δεν πρέπει να παρατηρή προς το έν μέρος, ούτε προς ένα ιππέα ή πεζόν, εκτός αν ούτος είνε ο Βρασίδας, όστις πρώτος πηδά εις την απόβασιν ή ο Δημοσθένης εμποδίζων την απόβασιν. Εις τους στρατηγούς πρέπει πρωτίστως να προσέχη και αν δώσουν καμμίαν διαταγήν, να την ακούση και να εξακριβώση τον λόγον και τον σκοπόν της.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ο Βασιλέας δείπνον έχει οληνύκτα και μεθοκοπάει, φαρομανά, καιτον χορόν πηδά, γυρίζει· κ' ενώ ρουφά του Ρήνου το κρασί και πίνει, τον θρίαμβόν του διαλαλούν , καθώς ακούτε, τα τύμπανα και η σάλπιγγαις. ΟΡΑΤΙΟΣ Είναι συνήθεια;

Γι' αυτό Δημήτριο τον ονομάτισα. Κι' ήτον χαδιάρικο και πάντα πεταχτό. Σεις με καταλαβαίνετε, μαννάδες. Όλες τότε της Θεσσαλονίκης με ζήλευαν η κυράδες. Τονέ πρωτοπερπάτησα Εγώ από το χέρι κι' η χαρά μου ήτανε μεγάλη, όταν πάλι τον είδα σαν μικρούλι κατσικάκι, το μικρό μου αγοράκι, στην αγκαλιά μου να πηδά. Κι' ήταν σαν κούκλα τόσο δα, άσπρο και σγουρομάλικο, το κανακάρικο.

Εκείνος πέφτει στα γόνατα σφίγγοντας την κοιλιά του από τον πόνο. Άξαφνα όμως πηδά στα νύχια, σηκώνει το καμάκι και χύνεται ξιφιός απάνω του. — Ή μ' αφίνεις το μελάτι ή σου έφαγα την καρδιά! — Α! όχι· εδώ σφαζώμαστε. Και τραβά ο Ραφαλιάς τον φοβερό λάζο από τη ζώνη του. Τσιμπάει σύγκαιρα το σχοινί δυο φορές ζητώντας αέρα.

Τότε φως επέλαμψε διά μιας εις τους οφθαλμούς της ψυχής του, και οιονεί μυστηριώδης επίνοια επεφοίτησεν εις τον νουν του. — Θα είνε κλέφταις· είπε. Και χωρίς να χάση καιρόν, πηδά ελαφρώς όπισθεν των θάμνων και αρχίζει να τρέχη επί της οδού της αγούσης εις το φρούριον. — Εις όνομα Κυρίου· εψιθύρισε μόνον.

Φεύγεις, φεύγεις, Δεληγιάννη, και μας πας στο Βερολίνον, Για να είπης τας δικαίας απαιτήσεις των ελλήνων, Και ο κάθε έλλην τόρα με γλυκύτητα προφέρει Το μεγάλον όνομά σου, και πηδά ψηλά και χαίρει. Μα κι' εγώ μαζύ με όλους σαν θεότρελος γελώ Και φωνάζω «Δεληγιάννη, κατευόδιο σου καλό

Εγώ τουλάχιστον, ω άνδρες, εάν δεν εφοβούμην ότι θα με πάρετε ως εντελώς μεθυσμένον, θα σας έλεγα ορκιζόμενος τι εγώ ο ίδιος έχω αισθανθή από τους λόγους αυτού και τι αισθάνομαι ακόμη και τόρα. Όταν δηλαδή τον ακούω, πολύ περισσότερον από τους κορυβαντιώντας και η καρδία μου πηδά και δάκρυα χύνω από τους λόγους αυτού. Βλέπω δε και άλλους πάρα πολλούς να παθαίνουν τα ίδια.

Ας μουρμουρίζη ελαφρά κρυστάλλινο νερό, αρώματα και μουσική η αύρα ας μου φέρη, κι' αλλόκοτα τριγύρω μου λουλούδια ας θωρώ, όπου κανείς βοτανικός της γης να μην τα ξέρη. Κρασί μοσχάτο ας πηδά εκεί όπου θα ψάλλω, μα νάναι πιο καλλίτερο κι' από κρασί Μαδέρας· να ήναι νέκταρ, ούτ' αυτό.. . να ήναι κάτι άλλο, που ούτ' εδώ να πίνεται, αλλ' ούτε 'στους αστέρας.