Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Μηδέ κι ο ύπνος ο γλυκός τόσο γλυκός δεν είνε, μηδέ κ' η ξάφνια η άνοιξη τόσο γλυκειά δεν είνε, μηδέ και για τις μέλισσες τόσο γλυκά είνε τάνθια όσο είν' οι Μούσες οι καλές για μένα αγαπημένες. Όσους αυτές ορέγονται κι όσους καλοκυττάζουν, αυτοί τα μαγικά πιοτά της Κίρκης δεν φοβούνται.
Και καθώς λοιπόν όλα ήτανε στην όμορφη ώρα τους, κι' αυτοί, σαν τρυφεροί και νέοι που ήταν, εμιμούνταν όσα άκουαν κ' έβλεπαν. Ακούοντας τα πουλιά να κελαδούν, τραγουδούσαν· βλέποντας ταρνιά να χοροπηδούν, αλαφροπηδούσαν· και κάνοντας τις μέλισσες, σύναζαν τάνθη· κι' απ' αυτά άλλα τάβαναν στα στήθια τους κι' άλλα, πλέκοντάς τα στεφανάκια, τα πήγαιναν στις Νύμφες.
Λιόλια μου! Τo Νίκο δεν έπρεπε να τον ξεχάσης, αφού έτρεχες να μη σε πιάση, κι ούτε να του φωνάξης κρυμμένη μες τανθινό σου άντρο: -Ελάτε, Κύριε Νίκο! να κόψετε μερικά κλαδιά να πάρωμε μαζί μας ! Κ' έφθασε ο Νίκος, σχεδόν προτού καλά-καλά ναποτελειώση το λόγο της-ο Νίκος που μια δύναμη θεϊκή, βγαίνοντας απ’ τα έγκατα του κορμιού του, μα και συνάμα ερχόμενη απέξω του, τον έσπρωχνε, αμάχητη, λες και τον τραβούσε απ’ τα μαλλιά με μια γλυκειά οδύνη λιγωμένη που τούλυνε τα μέλη, μα και τούδινε μιαν υπερδύναμη φτερωσιά, αλλόκοτη, άγνωστη ως τα τώρα, αλάλητη, υπέργεια . . . Έφθασε ο Νίκος και παραμέρισε κι αυτός τα βάτα και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και μόλις βρέθηκε κάτω απ' τον άνθινο θόλο, ξέχασε κι αυτός όλον τον άλλο κόσμο: και την κάμαρη της αρρώστιας την πνιγμένη από τον πόνο, και τασπρισμένα μάτια της Βεργινίας και τον εαυτό του ακόμα-και δεν είδε άλλο μπροστά του, παρά τη λαχτάρα του πούχε ανθίσει και γλυκοτραγουδούσε. . κι αγκάλιασε τη λαχτάρα του και κυλίστηκε μαζί της στο λουλουδιασμένο στρώμα. . . Τι φωνή ηδονής και φρίκης ήτον αυτή πούσχισε τον ήσυχο αθέρα!. . . Ίσαμε πού νακούστηκε !. . . Και γιατί νακουστή, αφού πνίγηκε μες τα φιλιά που αιμάτωσαν τα χείλια σαν τις ανεμώνες ; Και βούιζαν οι μέλισσες πεσμένες απάνω στα ανθισμένα χιόνια σα νάταν τα δέντρα όλα μαζί μια θεόρατη κυψέλη . . κ' έσμιγαν οι μυγδαλιές τανθόφυλλά τους, τα διάφανα σαν από μετάξι, τόσο κοντά τόνα μες τάλλο που έκαναν έναν πηχτόν τοίχο πιο αδιαπέραστο κι απ' των φρουρίων την πέτρα για την ευδαιμονία των ανθρώπων. . και το μύρο των ανθών είχε μεθύσει τον αέρα και τον κρατούσε σε μια νάρκη, ασάλευτο σαν κάποιο χαμόγελο απάνω στο λαχταριστό στόμα μιας παρθένας κοιμισμένης. . . Μια ξαφνική ανατριχίλα πέρασε πάνω απ' τάσπρα λουλούδια τρομάρα ή αναγάλλιασμα;. . και μια βροχή απ’ανθόφυλλα έπεσε μαλακά: να σκεπάση με μυρωμένο χιόνι τους δυο ανθρώπους που τους είχε πάρει η Μοίρα τους στην αγκαλιά της Ο ήλιος είχε βασιλέψει.
Το νερό χυνότανε κάτω στο δικό του χτήμα, πότιζε τα δικά του δεντρικά και τώρα εκιντύνευαν να ξεραθούν. Μα δεν τον έμελλε. Προτιμούσε να τα χάση, παρά να χαρίση στάλα στα ζωντανά της Ελπίδας. Τις κουμαριές που σκέπαζαν την πλαγιά κ' έκαναν οι μέλισσες το θαυμάσιο μέλι τους τις έκαψε. Τις μυρτιές που γλύκαιναν τα περιστέρια έβαλε και τις ξερρίζωσαν.
Όταν άλλος τον ηρώτησεν εάν και αυτός τρώγη τηγανίτες, Νομίζεις, είπεν, ότι η μέλισσες κατασκευάζουν το μέλι διά τους μωρούς; Ιδών δε εις την Ποικίλην Στοάν ανδριάντα του οποίου η χειρ είχε αποκοπή, Αργά, είπεν, οι Αθηναίοι ετίμησαν τον Κυναίγειρον με ανδριάντα.
Τα περιστέρια και τα ορνίθια, τα ζώα μικρά μεγάλα, πέρναγαν από τόνα στ' άλλο δίχως ξεσυνέριση· πίνανε το νερό τους, σήκωναν το χώμα τους, έτρωγαν το χορτάρι και τους καρπούς ανεμπόδιστα. Οι μέλισσες τρυγούσαν τον ανθό πότε αποδώ και πότε αποκεί, με την ίδια ευχαρίστηση. Έτσι το ηύραν από μιας αρχής, πριν να γίνη ο Ευμορφόπουλος χτηματίας.
Και κάποτε σαν έμεινε μόνη είπε και τέτοια λόγια: 14. — Τώρα εγώ είμαι άρρωστη, μα δεν ξέρω ποια η αρρώστια· πονώ και δεν έχω πληγή· λυπάμαι κι όμως κανένα από τα πρόβατά μου δεν έχασα. Καψόνω κι όμως κάθουμαι σε τέτοιον ίσκιο. Πόσα βάτα μ' αγκύλωσαν πολλές φορές και δεν έκλαψα. Πόσες μέλισσες μ' εκέντρισαν, μα έφαγα. Αυτό που μου τρυπάει τώρα την καρδιά είναι σκληρότερο από όλα εκείνα.
Ο Έφις κοίταζε, γονατιστός σαν να προσκυνούσε. Ήπιε κι εκείνος και του ήρθε να κλάψει. Οι μέλισσες κάθισαν επάνω στη νεροκολοκύθα. Ο Τζατσίντο έκοψε το βλαστό μιας βρώμης που βρισκόταν ανάμεσα στα διπλωμένα του πόδια και κοιτάζοντας καταγής ρώτησε: «Πώς ζούνε οι θείες μου;» Είχε φτάσει η στιγμή των αποκαλύψεων.
Στα θέατρά τους, στα δράματα που παίζουνε, φαίνεται ο μοναδικός νους του λαού. Σ' όλα χάραξε την ιδέα του και την έκαμε κτήμα ες αεί , για να μάθουν κ' οι άλλοι κατόπι να κυβερνιούνται και να ζουν. Είναι πολιτεία κι όχι μόνο πόλη. Ο πολιτισμός εδώ γυρέβει την αρχή του. Είναι ξυπνός ο λαός, γεμάτος ζωή. Τρέχει, κοπιάζει, χτίζει και δημιουργεί. Σα μέλισσες παν κ' έρχουνται οι πολίτες.
Σύννεφα από άσπρες και κιτρινωπές πεταλούδες πέταγαν εδώ κι εκεί, κάθονταν και μπερδεύονταν στα λουλούδια των μπιζελιών, οι ακρίδες πετιόντουσαν και ξανάπεφταν σαν να τις παρέσερνε ο αγέρας, οι μέλισσες βούιζαν γύρω από τις ξερολιθιές και έμοιαζαν χρυσές από τη γύρη των λουλουδιών όπου κάθονταν. Μια σειρά παπαρούνες φλέγονταν ανάμεσα στο μονότονο πράσινο του χωραφιού με τα κουκιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν